Βατικανό, αρχαϊκό
Επιμέλεια:
*De Profundis Ya
Ο Προμηθέας ήταν μυθική μορφή της αρχαιότητας. Γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του σημαίνει «συνετός», «προνοητικός». Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ρήμα «μανθάνω», όπου το «α», σε ορισμένες αρχαιοελληνικές διαλέκτους, γίνεται «η»
και Άνθρωπος
Κατά τη διάρκεια της Τιτανομαχίας ο Προμηθέας τάχθηκε υπέρ του Δία και γι' αυτό δεν τιμωρήθηκε όπως οι άλλοι Τιτάνες. Η συμβολή του στην ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους ήταν πολύ σημαντική. Κατά τον Λουκιανό, ο Προμηθέας, με την αρωγή της θεάς Αθηνάς, δημιουργεί τον πρώτο άνθρωπο (Χρυσό Γένος) από πηλό και φωτιά (κατά άλλους με το νερό του ήρωα Πανοπέα της Φωκίδας) και με μορφή όμοια με αυτή των θεών. Αυτό έλαβε χώρα μετά την Τιτανομαχία. Κατά τους Ορφικούς αυτός ο πηλός ήταν το χώμα που ποτίστηκε από το αίμα των Τιτάνων. Αναφερόμενος στην δημιουργία του ανθρώπου, ο Πλάτωνας μας μεταφέρει την εικόνα ενός όντος σφαιρικού, που διακρίνοταν σε τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και μεικτό) και είχε διπλή σειρά από μέλη και όργανα. Αργότερα ο Δίας, επειδή εξοργίστηκε από την αλαζονεία τους και φοβήθηκε τη δύναμή τους, τα χώρισε στα δύο. Τα ζώα δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο (μετά την Τιτανομαχία), αλλά από μίξη υλικών της Γης και της φωτιάς. Η δημιουργία των όντων και του ανθρώπου έγινε μέσα στη γη. Όταν κλήθηκαν όλα τα όντα της Γης να βγουν στο φως, ανατέθηκε στον Προμηθέα και στον Επιμηθέα να δώσουν στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχει. Ο Επιμηθέας έπεισε τον αδελφό του να του επιτρέψει να αναλάβει μόνος αυτή τη δουλειά. Έτσι ο Επιμηθέας ονομάτισε και απέδωσε στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που ήθελε ο ίδιος, με τρόπο ώστε να μην μπορούν να αλληλοκαταστραφούν (αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε, Πλάτων, Πρωταγόρας 321α). Όταν έφτασε στο τέλος η ώρα του Ανθρώπου, δεν είχε να του δώσει παρά λίγες τρίχες και νύχια ευπαθή και ανίσχυρα. Από αυτό το λάθος ο Προμηθέας ανέλαβε την προστασία του Ανθρώπου.
Η Φωτιά, οι Επιστήμες και τα Γράμματα
Βλέποντας την κατάντια του ανθρώπινου γένους και την αδυναμία του απέναντι στη φύση, ο Προμηθέας αποφασίζει να του χαρίσει τη φωτιά. Έτσι, επισκεπτόμενος το εργαστήρι του Ήφαιστου, τοποθετεί τη φωτιά σε ένα κούφιο καλάμι και τη δίνει κρυφά στους ανθρώπους. Ως τόπος παράδοσης της φωτιάς αναφέρεται η πόλη Σικυώνα της Πελοποννήσου.
Ο Προμηθέας έμαθε τους ανθρώπους να χειρίζονται τη φωτιά, να δημιουργούν εργαλεία και τους έμαθε τις Επιστήμες (που έκλεψε από την Αθηνά) και τα Γράμματα. Για να γλυτώσει την ανθρωπότητα από το μένος των θεών, την έμαθε να τους λατρεύει και να τους κάνει θυσια.
Περισσότερα:
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%B7%CE%B8%CE%AD%CE%B1%CF%82
"Prometheus" Reinhold Begas (Berlin) |
Από το μύθο αυτό συνθέτες που εμπνεύστηκαν :
BEETHOVEN
Ο Προμηθέας είναι μπαλέτο που συνέθεσε ο Beethoven το 1801, πάνω σε λιμπρέτο του Salvatore Vigano. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 28 Μαρτίου του 1801 στο Burgtheater στη Βιέννη.
Ludwig van Beethoven - Die Geschöpfe des Prometheus, Op.43
SCRIABIN
A. Scriabin: Prometheus or the Poem of Fire - Prométhée ou le Poème du feu op. 60 (Boulez)
FAURE
ORFF
CARL ORFF: PROMETHEUS
http://www.recmusic.org/lieder/get_text.html?TextId=6556
WOLF Dietrich Henschel: "Prometheus" (Orchesterlieder) by Hugo Wolf
A. Scriabin: Prometheus or the Poem of Fire - Prométhée ou le Poème du feu op. 60 (Boulez)
FAURE
promethée - Gabriel Fauré part 1
ORFF
CARL ORFF: PROMETHEUS
SCHUBERT
Schubert-Goethe
Fischer-Dieskau; Prometheus D 674
Prometheus (Goethe, set by Jan Willem Frans Brandts-Buys, Johann Friedrich Reichardt, Julius Röntgen
Schubert – text: Goethehttp://www.recmusic.org/lieder/get_text.html?TextId=6556
WOLF Dietrich Henschel: "Prometheus" (Orchesterlieder) by Hugo Wolf
"Prometheus chained by Hephaestus" Dick van Baburen
"Promethueus bound" Jacob Jordaens
Peter Paul Rubens GOETHE "PROMETEUS"
Bedecke deinen Himmel, Zeus,
Mit Wolkendunst Und übe, dem Knaben gleich, Der Disteln köpft, An Eichen dich und Bergeshöh'n; Mußt mir meine Erde Doch lassen stehn Und meine Hütte, die du nicht gebaut, Und meines Herd, Um dessen Glut Du mich beneidest. Ich kenne nichts Ärmeres Unter der Sonn', als euch, Götter! Ihr nähret kümmerlich Von Opfersteuern Und Gebetshauch Eure Majestät Und darbtet, wären Nicht Kinder und Bettler Hoffnungsvolle Toren. Da ich ein Kind war Nicht wußte, wo aus noch ein, Kehrt' ich mein verirrtes Auge Zur Sonne, als wenn drüber wär' Ein Ohr, zu hören meine Klage, Ein Herz wie meins, Sich des Bedrängten zu erbarmen. Wer half mir Wider der Titanen Übermut? Wer rettete vom Tode mich, Von Sklaverei? Hast du nicht alles selbst vollendet Heilig glühend Herz? Und glühtest jung und gut, Betrogen, Rettungsdank Dem Schlafenden da droben? Ich dich ehren? Wofür? Hast du die Schmerzen gelindert Je des Beladenen? Hast du die Tränen gestillet Je des Geängsteten? Hat nicht mich zum Manne geschmiedet Die allmächtige Zeit Und das ewige Schicksal, Meine Herrn und deine? Wähntest du etwa, Ich sollte das Leben hassen, In Wüsten fliehen, Weil nicht alle Blütenträume reiften? Hier sitz' ich, forme Menschen Nach meinem Bilde. Ein Geschlecht, das mir gleich sei, Zu leiden, zu weinen, Zu genießen und zu freuen sich Und dein nicht zu achten, Wie ich!
Prometheus (Goethe, set by Jan Willem Frans Brandts-Buys, Johann Friedrich Reichardt, Julius Röntgen
http://www.recmusic.org/lieder/get_text.html?TextId=6556 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου