29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
Frederick Albert Theodore Delius
1862: Γεννιέται ο Άγγλος συνθέτης Frederick Albert Theodore Delius. Γεννημένος στο βόρειο τμήμα της Αγγλίας σε μια ευημερούσα οικογένεια, αντιστάθηκε πεισματικά στις προσπάθειες του περιβάλλοντός του να ασχοληθεί με το εμπόριο.
Στάλθηκε
στη Φλόριντα των ΗΠΑ το 1884 για να διαχειριστεί μια φυτεία πορτοκαλιών,
αλλά σύντομα παραμέλησε τα διευθυντικά του καθήκοντα και το 1886
επέστρεψε στην Ευρώπη. Έχοντας επηρεαστεί από την αφρικανική -
αμερικανική μουσική κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στη
Φλόριντα, άρχισε να συνθέτει. Ο νεαρός Delius για πρώτη φορά διδάχτηκε
βιολί από τους Bauerkeller (της Hallé Orchestra) και George Haddock του
Λιντς. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε δεξιοτέχνης βιολιονίστας, η
ευχαρίστησή του ήταν να αυτοσχεδιάζει στο πιάνο. Από το 1874 έως το
1878, ο Delius ήταν σπουδαστής στο Bradford Grammar School και στη
συνέχεια παρακολούθησε το International College στο Isleworth, μεταξύ
του 1878 και του 1880. Ως μαθητής δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα γρήγορος ούτε
επιμελής. Μετά από μια σύντομη περίοδο επίσημων μουσικών σπουδών στη
Γερμανία, αρχής γενομένης από το 1886, άρχισε μια πλήρους απασχόλησης
σταδιοδρομία ως συνθέτης στο Παρίσι και στη συνέχεια στο κοντινό Grez -
sur - Loing, όπου ο ίδιος και η σύζυγός του Jelka έζησαν για το υπόλοιπο
της ζωής τους, με εξαίρεση την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι πρώτες επιτυχίες του Delius ήταν στη Γερμανία όπου ο Hans Haym και
άλλοι μαέστροι προώθησαν τη μουσική του από τα τέλη της δεκαετίας του
1890. Επίσης, στην Αγγλία από το το 1907 και έπειτα, η μουσική του
παρουσιαζόταν τακτικά σε προγράμματα συναυλιών με την φροντίδα και
καθοδήγηση του Sir Thomas Beecham. Μετά το 1918, η υγεία του Delius
άρχισε να φθίνει λόγω της σύφιλης από την οποία υπέφερε, έμεινε
παράλυτος και τυφλός, αλλά ολοκλήρωσε κάποιες συνθέσεις μεταξύ του 1928
και του 1932 με τη βοήθεια ενός γραφέα, του Eric Fenby. Πέθανε στην Grez
στις 10 Ιουνίου 1934 σε ηλικίας 72 ετών. Ο λυρισμός στις πρώιμες
συνθέσεις του Delius αντανακλά τόσο τη μουσική που είχε ακούσει στην
Αμερική, όσο και τις επιρροές ευρωπαίων συνθετών όπως ο Edvard Grieg και
ο Richard Wagner. Ωριμάζοντας, ανέπτυξε ένα στυλ μοναδικό που
χαρακτηρίζεται από μεμονωμένες ενορχηστρώσεις και εκτεταμένη χρήση των
χρωματικών αρμονιών. Από τις συμβατικές μορφές της πρώιμης περιόδου του,
σταδιακά ο συνθέτης ανέπτυξε ένα στυλ εύκολα αναγνωρίσιμο ‘’σε αντίθεση
με το έργο οποιουδήποτε άλλου συνθέτη της εποχής’’, σύμφωνα με τον
Payne. Ο Delius αντικατέστησε τις μεθόδους που αναπτύχθηκαν κατά τη
διάρκεια των νεανικών του χρόνων με ένα πιο ώριμο στυλ, με ένα
αυξανόμενο πλούτο της δομής και της αρμονικής ενότητας. Η πλήρης δε
υφολογική ωριμότητα του Delius χρονολογείται περίπου από το 1907, όταν
άρχισε να γράφει τη σειρά των έργων στα οποία στηρίζεται το μεγαλύτερο
μέρος της φήμης του. Η μουσική του Delius υπήρξε μόνο κατά διαστήματα
δημοφιλής και συχνά δέχτηκε έντονες επιθέσεις. Η Delius Society
σχηματίστηκε το 1962 από τον πιο αφοσιωμένο οπαδό του και συνεχίζει να
προωθεί τη γνώση της ζωής και των έργων του συνθέτη και είναι χορηγός
του ετήσιου διαγωνισμού του Βραβείου Delius για νέους μουσικούς.
Luigi Nono
1924: Γέννηση του Ιταλού avant-garde συνθέτη της κλασικής μουσικής και ενός από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του
20ου αιώνα Luigi Nono. Μετά την αποφοίτησή του από την Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, σπούδασε σύνθεση με τον Bruno Μαντέρνα μέσω του οποίου γνωρίστηκε με τον Hermann Scherchen και ο οποίος έγινε μέντορας και υποστηρικτής της μουσικής του. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, οι μουσικές δραστηριότητες του Nono έγιναν όλο και πιο επικριτικές με έντονη πολεμική της επικαιρότητας, με παραδείγματα όπως η προειδοποίηση κατά της πυρηνικής καταστροφής (Canti di vita e d'amore: sul Ponte di Χιροσίμα του 1962), η καταγγελία του καπιταλισμού (La Fabbrica Illuminata, 1964), η καταδίκη των ναζί εγκληματιών πολέμου στον απόηχο της δίκης της Φρανκφούρτης (Ricorda cosi ti hanno fatto στο Auschwitz, 1965) ή ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στον πόλεμο του Βιετνάμ (A floresta é jovem e cheja de vida, 1966). Ο Nono πέθανε στη Βενετία το 1990. Μετά την κηδεία του, ο Γερμανός συνθέτης Dieter Schnebel παρατήρησε ότι ‘’ήταν ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος’’ (Loescher, 2000) - ένα συναίσθημα ευρέως αποδεκτό από εκείνους που τον γνώριζαν και από όσους είχαν έρθει σε επαφή με τη μουσική του. Ο Nono είναι θαμμένος στο Isola di San Michele, μαζί με άλλους καλλιτέχνες όπως ο Στραβίνσκι, ο Ντιαγκίλεφ και ο Έζρα Πάουντ. Ίσως οι τρεις πιο σημαντικές συλλογές γραπτών του για τη μουσική, την τέχνη και την πολιτική είναι: ‘’Studien zu seiner Musik’’ (1975), ‘’Ecrits’’ (1993) και ‘’Scritti e colloqui’’ (2001), καθώς και τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο Restagno 1987 τα οποία όμως δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί στα Αγγλικά. Το 1993, ιδρύθηκαν τα ‘’Αρχεία Luigi Nono’’ μέσα από τις προσπάθειες του Nuria Schoenberg Nono, με σκοπό την μελέτη και διατήρηση της κληρονομιάς του Luigi Nono.
ΘΑΝΑΤΟΙ
1832: Franz Xaver Kleinheinz
1916: Edward Keurvels
1962: Fritz Kreisler
1966: Pierre Mercure
1988: Rogier van Otterloo
2011: Milton Babbitt
29 Ιανουαρίου
http://youtu.be/p6f2SqOhsF0
1728: Πρεμιέρα της όπερας “The Beggar's Opera” (Η όπερα του ζητιάνου) του John Gay με μουσική ενορχηστρωμένη από τον Johann Christoph Pepusch, στο Lincoln's Inn Fields Theatre στο Λονδίνο με μεγάλη επιτυχία που συνεχίστηκε για 62 συνεχόμενες παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ μέχρι τότε. Στην πραγματικότητα δεν ήταν όπερα αλλά παρωδία της opera seria ιταλικού ύφους που μεσουρανούσε εκείνη την εποχή στο Λονδίνο με κύριο εκπρόσωπο τον Händel, ασκώντας θρασύτατη κριτική στην κοινωνία με την παρεμβολή μουσικών ιντερλούδιων υπό μορφή τραγουδιών, στην ουσία ένας πρόδρομος του κατά πολύ μεταγενέστερου είδους της οπερέτας. Ο John Gay αντικατέστησε τους βασιλείς και τους αριστοκράτες της opera seria με απατεώνες, ζητιάνους και πόρνες, ενώ η μουσική προερχόταν κατά μεγάλο μέρος από λαϊκά τραγούδια, τα οποία ενορχήστρωσε ο Pepusch (μόνο η εισαγωγή ήταν δική του πρωτότυπη σύνθεση), αλλά και δημοφιλή έργα συνθετών όπως ο Händel και ο Purcell. Η όπερα παρουσιάστηκε έκτοτε πάντα με επιτυχία και το 1928 με την ευκαιρία συμπλήρωσης 200 χρόνων από την πρώτη της παρουσίαση οι Bertolt Brecht και Kurt Weill τη διασκεύασαν κρατώντας την πλοκή αλλά με καινούργια μουσική στην περίφημη “Die Dreigroschenoper” (Όπερα της πεντάρας).
1781: Πρεμιέρα της opera seria του Wolfgang Amadeus Mozart “Idomeneo, re di Creta” (Ιδομενέας, βασιλιάς της Κρήτης) στο Βασιλικό Θέατρο Cuvilliés του Μονάχου. Σύμφωνα με την υπόθεση, ο βασιλιάς της Κρήτης Ιδομενέας επιστρέφοντας στην πατρίδα του μετά την πολιορκία της Τροίας, καλείται να αντιμετωπίσει ένα τραγικό δίλημμα: για να σώσει το βασίλειό του θα πρέπει να θυσιάσει τον γιο του, Ιδαμάνθη. Αλλά κι ο Ιδαμάνθης βρίσκεται με τη σειρά του εγκλωβισμένος ανάμεσα στον έρωτα δύο πριγκιπισσών: της αιχμάλωτης Τρωάδας Ίλιας και της Ηλέκτρας, κόρης του βασιλιά Αγαμέμνονα. Το δράμα κορυφώνεται με την πρόθεση της Ίλιας και του ίδιου του Ιδομενέα να θυσιαστούν, ενώ ο "από μηχανής θεός" Ποσειδώνας θα δώσει την ανέλπιστη λύση ζητώντας να παραιτηθεί ο Ιδομενέας και να κυβερνήσει ο Ιδαμάντης. Ο νεαρός πρίγκιπας υπακούει τον Θεό και ανεβαίνει στον θρόνο με την Ίλια στο πλευρό του.
1826: Πρώτη εκτέλεση του Κουαρτέτου εγχόρδων No. 14 σε ρε ελασσονα D 810 του Franz Schubert με τον τίτλο “Der Tod und das Mädchen” (Ο θάνατος και η κόρη) στο σπίτι των Karl και Franz Hacker στη Βιέννη. Ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο τραγούδι που είχε γράψει το 1817 και από όπου πήρε το θέμα για τις παραλλαγές του δεύτερου μέρους.
1882: Πρεμιέρα της όπερας “Σνεγκούροτσκα - Ένα Ανοιξιάτικο Παραμύθι” ή “Η Κόρη του Χιονιού” του Nikolai Rimsky-Korsakov στην Αγ. Πετρούπολη. Η υπόθεση της όπερας, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Alexander Ostrovsky, εκτυλίσσεται την Άνοιξη, όταν η φύση μας χαρίζει την αναγεννημένη ομορφιά της. Προσωποποίηση της ανοιξιάτικης ομορφιάς στην όπερα, αποτελεί η Σνεγκούροτσκα , η οποία έχει μείνει χωρίς αγάπη. Η μητέρα της Σνεγκούροτσκα, η Άνοιξη, βλέπει τον πόνο της κόρης της. Ύστερα από τα γεμάτα δάκρυα παρακάλια της Σνεγκούροτσκα, δέχεται τελικά να χαρίσει στην κόρη της το καταστροφικό για εκείνη συναίσθημα της αγάπης. Τώρα η καρδιά της Σνεγκούροτσκα ξέρει τι είναι αγάπη, αλλά η χιονένια κρύα ομορφιά της λιώνει. Η όπερα τελειώνει με τον μεγαλειώδη και πανηγυρικό ύμνο προς τον Θεό Ήλιο Γιαρίλο, υπό τον οποίο εξαφανίζεται η εύθραυστη τρυφερότητα της Σνεγκούροτσκα.
1916: Πρώτη εκτέλεση της “Σκυθικής Σουίτας” Op. 20 του Sergei Prokofiev, στο Θέατρο Mariinsky της Αγ. Πετρούπολης υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Το έργο συνετέθη αρχικά σε μορφή μπαλέτου με τον τίτλο “Αλα και Λόλι”, που αντιστοιχεί στα ονόματα δύο θεοτήτων του σκυθικού πανθέου. Ο Sergei Diaghilev ωστόσο - για το συγκρότημα του οποίου προοριζόταν - το απέρριψε, και έτσι ο Προκόφιεφ το παρουσίασε σε μορφή συμφωνικής σουίτας.
1932: Πρώτη εκτέλεση της “Δεύτερης Ραψωδίας” για πιάνο και ορχήστρα του George Gershwin στο Symphony Hall της Βοστώνης με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης υπό τη διεύθυνση του Serge Koussevitzky και με σολίστ το συνθέτη. Το έργο μερικές φορές ονομάζεται με τον τίτλο “Rhapsody In Rivets” (Ραψωδία σε Καρφιά) μια και προοριζόταν αρχικά να συνοδέψει τη σκηνή μιας ταινίας όπου ο χαρακτήρας περιπλανιέται στους δρόμους της Νέας Υόρκης με φόντο τη φασαρία της πόλης και τους ήχους των σφυροκοπημάτων του χτισίματος των ουρανοξυστών της.
1936: Πρώτη εκτέλεση του έργου για χορωδία και ορχήστρα “Summer's Last Will and Testament” (Η Τελευταία Διαθήκη του Καλοκαιριού) του Constant Lambert στο Queen's Hall του Λονδίνου. Είναι βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του ελισαβετιανού ποιητή Thomas Nashe, όπου πρωταγωνιστούν προσωποποιημένες οι τέσσερις εποχές, με το Καλοκαίρι σαν βασιλιά που πλέον πλησιάζει στο τέλος του και ετοιμάζεται να κάνει τη διαθήκη του.
1981: Πρώτη εκτέλεση του Κοντσέρτου για βιολί No. 1 του Αμερικανού συνθέτη John Williams, αφιερωμένου στη μνήμη της γυναίκας του, ηθοποιού και τραγουδίστριας Barbara Ruick Williams, που πέθανε το 1974 από εγκεφαλική αιμορραγία. Αν και το τελείωσε τον Οκτώβριο του 1976, πρωτοπαρουσιάστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα με σολίστ τον Mark Peskanov και την Saint Louis Symphony Orchestra υπό τη διεύθυνση του Leonard Slatkin.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου