16 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
Niccolò Piccinni
1728: Γεννιέται ο Ιταλός συνθέτης συμφωνιών, θρησκευτικής μουσικής, μουσικής δωματίου και οπερών Niccolò Piccinni.
Αν και σήμερα είναι κάπως παραγνωρισμένος, ακόμη και για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής, ο Piccinni ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς συνθέτες της όπερας στην εποχή του - ιδιαίτερα της ναπολιτάνικης opera buffa. Γεννήθηκε στο Μπάρι και σπούδασε στο S. Onofrio Conservatory με καθηγητές τους Leonardo Leo και Francesco Durante. Το 1760 συνέθεσε στη Ρώμη την όπερα μπούφα ΄΄ La Cecchina, ossia la buona Figliuola΄΄ με λιμπρέτο του Γκολντόνι και η οποία είναι ίσως η πιο δημοφιλής όπερα μπούφα του 18ου αιώνα και η πρώτη μιας νέας εποχής με αποκορύφωμα τα αριστουργήματα του Μότσαρτ.
Η ΄΄La buona figliuola΄΄ αντιπροσωπεύει μια ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία της μουσικής του 18ου αιώνα, στην οποία η κωμωδία άρχισε να παίρνει μια νέα δραματική δύναμη. Η όπερα είχε τέτοια επιτυχία ώστε πολλά προϊόντα της μόδας, καταστήματα και σπίτια ονομάζονταν ΄΄La Cecchina΄΄. Έξι χρόνια μετά την πρεμιέρα της όπερας, ο Piccinni κλήθηκε από τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα στο Παρίσι. Έγινε έτσι ο πρώτος Ιταλός συνθέτης μετά τον Jean - Baptiste Lully που έγραψε όπερες για την Academie Royale de Musique. Το 1784 έγινε καθηγητής στην ίδια Ακαδημία αλλά το 1789, με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, επέστρεψε στη Νάπολη όπου πάντρεψε την κόρη του με έναν Γάλλο δημοκράτη και έτσι έπεσε σε δυσμένεια από τον βασιλιά Φερδινάνδο IV για τα επόμενα εννέα χρόνια, αλλάζοντας συνεχώς τόπο διαμονής - Βενετία, Νάπολη και Ρώμη. Το 1798 επέστρεψε στο Παρίσι όπου το κοινό τον δέχτηκε με ενθουσιασμό, αλλά με μέτριες οικονομικές επιτυχίες. Πέθανε στο Passy, κοντά στο Παρίσι στις 7 Μαϊου του 1800. Μετά το θάνατό του, μια αναμνηστική πλάκα τοποθετήθηκε στο πατρικό του σπίτι στο Μπάρι. Παρήγαγε πάνω από ογδόντα όπερες , αλλά αν και αργότερα το έργο του δείχνει την επιρροή της γαλλικής και της γερμανικής σχολής, ανήκει μάλλον ξεκάθαρα στην παραδοσιακή ιταλική σχολή του 18ου αιώνα.
http://www.youtube.com/watch?v=E0rb9iXObYw
Paul-Henri Busser
1872: Γέννηση του Γάλλου συνθέτη, οργανίστα και διευθυντή ορχήστρας
Paul-Henri Busser. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο
Ωδείο του Παρισιού το 1889 όπου σπούδασε Όργανο με καθηγητή τον César Franck και σύνθεση με τον Ernest Guiraud. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως γραμματέας του Charles Gounod όπου αποκόμισε πολύτιμες συμβουλές από τον συνθέτη και ο οποίος τον βοήθησε να αποκτήσει μια δουλειά ως οργανίστας στο Saint - Cloud. Το 1893 κέρδισε το Prix de Rome για τη μουσική και επιστρέφοντας από την Ιταλία ξεκίνησε μια καριέρα ως διευθυντής ορχήστρας. Το 1921, ο Busser άρχισε να διδάσκει στο Ωδείο του Παρισιού και προήχθη σε καθηγητή της σύνθεσης το 1931. Μεταξύ των φοιτητών του ήταν ο Henri Challan και ο Ιάπωνας συνθέτης Tomojirō Ikenouchi (1906-1991). Η Γαλλική Ακαδημία τον εξέλεξε μέλος της το 1938. Παντρεύτηκε τη διάσημη δραματική σοπράνο Yvonne Gall (1885-1972). Ο Busser συνέθεσε με ένα εκλεπτυσμένο στυλ και λεπτοδουλεμένη ενορχήστρωση , αλλά παρέμεινε πιστός στην γαλλική παράδοση του 19ου αιώνα. Η ενορχήστρωση του ΄΄Petite Suite΄΄ του Debussy, καθώς και η άψογη προσωπική του διεύθυνση το 1930 του ΄΄Faust΄΄ του Gounod, θεωρούνται πρότυπα μέχρι σήμερα. Πέθανε στο Παρίσι το 1973 στην ηλικία των 101 ετών, λίγο πριν κλείσει τα 102α γενέθλιά του
Ωδείο του Παρισιού το 1889 όπου σπούδασε Όργανο με καθηγητή τον César Franck και σύνθεση με τον Ernest Guiraud. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως γραμματέας του Charles Gounod όπου αποκόμισε πολύτιμες συμβουλές από τον συνθέτη και ο οποίος τον βοήθησε να αποκτήσει μια δουλειά ως οργανίστας στο Saint - Cloud. Το 1893 κέρδισε το Prix de Rome για τη μουσική και επιστρέφοντας από την Ιταλία ξεκίνησε μια καριέρα ως διευθυντής ορχήστρας. Το 1921, ο Busser άρχισε να διδάσκει στο Ωδείο του Παρισιού και προήχθη σε καθηγητή της σύνθεσης το 1931. Μεταξύ των φοιτητών του ήταν ο Henri Challan και ο Ιάπωνας συνθέτης Tomojirō Ikenouchi (1906-1991). Η Γαλλική Ακαδημία τον εξέλεξε μέλος της το 1938. Παντρεύτηκε τη διάσημη δραματική σοπράνο Yvonne Gall (1885-1972). Ο Busser συνέθεσε με ένα εκλεπτυσμένο στυλ και λεπτοδουλεμένη ενορχήστρωση , αλλά παρέμεινε πιστός στην γαλλική παράδοση του 19ου αιώνα. Η ενορχήστρωση του ΄΄Petite Suite΄΄ του Debussy, καθώς και η άψογη προσωπική του διεύθυνση το 1930 του ΄΄Faust΄΄ του Gounod, θεωρούνται πρότυπα μέχρι σήμερα. Πέθανε στο Παρίσι το 1973 στην ηλικία των 101 ετών, λίγο πριν κλείσει τα 102α γενέθλιά του
http://www.youtube.com/watch?v=yd2Z3PehnN4
http://www.youtube.com/watch?v=iZ0XJZGueAg
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
1739: Πρεμιέρα στο Λονδίνο του ορατορίου ΄΄Saul΄΄ του Georg Friedrich Händel.
1800: Πρεμιέρα στο Παρίσι των ΄΄Les Deux Journées΄΄ του Luigi Cherubini.
1882: Πρεμιέρα στη Μόσχα της Σερενάτας για έγχορδα σε C major op.48 του Pyotr Ilyich Tchaikovsky.
1905: Πρεμιέρα στο Μαγδεμβούργο της τελικής εκδοχής του ΄΄Tiefland΄΄ του Eugen d’Albert.
1938: Πρεμιέρα στη Βασιλεία της Σονάτας για δύο πιάνα και percussion του Béla Bartók με τον ίδιο ως σολίστ.
ΘΑΝΑΤΟΙ
1700: Antonio Draghi
1886: Amilcare Ponchielli
1891: Léo Delibes
1915: Arkady Maksimovich Abaza
1963: Gilardo Gilardi
1986: Stjepan Šulek
1739: Πρεμιέρα στο Λονδίνο του ορατορίου ΄΄Saul΄΄ του Georg Friedrich Händel.
1800: Πρεμιέρα στο Παρίσι των ΄΄Les Deux Journées΄΄ του Luigi Cherubini.
1882: Πρεμιέρα στη Μόσχα της Σερενάτας για έγχορδα σε C major op.48 του Pyotr Ilyich Tchaikovsky.
1905: Πρεμιέρα στο Μαγδεμβούργο της τελικής εκδοχής του ΄΄Tiefland΄΄ του Eugen d’Albert.
1938: Πρεμιέρα στη Βασιλεία της Σονάτας για δύο πιάνα και percussion του Béla Bartók με τον ίδιο ως σολίστ.
ΘΑΝΑΤΟΙ
1700: Antonio Draghi
1886: Amilcare Ponchielli
1891: Léo Delibes
1915: Arkady Maksimovich Abaza
1963: Gilardo Gilardi
1986: Stjepan Šulek
17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
Johann Gottfried Müthel
1728: Γεννιέται ο Γερμανός συνθέτης και βιρτουόζος πληκτροφόρων οργάνων Johann Gottfried Müthel. Μαζί με τον C.P.E.
Bach, αντιπροσωπεύει το μουσικό στυλ Sturm und Drang. Ο Müthel ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο fortepiano στο δημοσιευμένο έργο του με τίτλο ΄΄Duetto für 2 Clavier, 2 Flügel, oder 2 Fortepiano΄΄ (1771) το οποίο αντανακλά την αυξανόμενη δημοτικότητα του fortepiano αυτή την περίοδο. Γεννήθηκε στο Mölln, στο Δουκάτο του Lauenburg. Σπούδασε μουσική με τον πατέρα του ο οποίος ήταν Οργανίστας και φίλος του Georg Philipp Telemann και, αργότερα, με τον Johann Paul Kunzen στο Lübeck. Το 1747, σε ηλικία 19 ετών, έγινε Οργανίστας και ερμηνευτής του τσέμπαλο για τον Δούκα Christian Ludwig ΙΙ του Mecklenburg - Schwerin στο Schwerin. Το 1750 του δόθηκε η άδεια να μελετήσει με τον Johann Sebastian Bach στη Λειψία, μόλις τρεις μήνες πριν από το θάνατο του δεύτερου. Συνέχισε τις σπουδές του με τον Johann Christoph Altnickol ο οποίος επίσης σπούδασε με τον Bach. Αργότερα, ταξίδεψε και έμεινε ένα διάστημα στην αυλή του Φρειδερίκου της Πρωσίας στο Πότσνταμ. Το 1751 επέστρεψε στο Schwerin όπου παρέμεινε για δύο ακόμη χρόνια και τελικά αντικαταστάθηκε από το νεότερο αδελφό του. Το 1753 μετακόμισε στη Ρίγα (στη σημερινή Λετονία, τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), όπου είχε μετακομίσει ένας από τους αδελφούς του. Στην αρχή, εργάστηκε ως μαέστρος για μια ιδιωτική ορχήστρα και, αργότερα, στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στην οποία υπηρέτησε ως Οργανίστας από το 1767 μέχρι τον θάνατό του, το 1788 στο Bienenhof. Τα περισσότερα από τα έργα του παρέμειναν αδημοσίευτα στη διάρκεια της ζωής του και μερικά γνωστά στην εποχή του έργα παραμένουν ακόμη αδημοσίευτα.
http://www.youtube.com/watch?v=bs4-Z50pFuE
http://www.youtube.com/watch?v=GZiVfLaRhAQ
François-Joseph Gossec
1734: Γέννηση του Γάλλου συνθέτη όπερας, κουαρτέτων εγχόρδων, συμφωνιών
και χορωδιακών έργων François-Joseph
Gossec. Μικρό αγόρι έγινε μέλος
χορωδίας στην Αμβέρσα και, το 1751, πήγε στο Παρίσι όπου προσελήφθη ως
μαέστρος από τον συνθέτη Jean - Philippe Rameau. Έγραψε την πρώτη του
συμφωνία το 1754, επιβάλλοντας έτσι την επιρροή του στη γαλλική μουσική
με αξιοσημείωτη επιτυχία. Το 1770, ο Gossec ίδρυσε το ΄΄Concert des
Amateurs΄΄ και το 1773 αναδιοργάνωσε το Concert Spirituel μαζί με τους
Simon Leduc και Pierre Gaviniès. Στα 1780 άρχισε να αφοσιώνεται
περισσότερο στην όπερα, το 1784 οργάνωσε την École de Chant μαζί με τον
Etienne Mehul, έγινε μόνιμος μαέστρος της μπάντας του Garde Nationale
της Γαλλικής Επανάστασης και διορίστηκε (μαζί με τους Mehul και Luigi
Cherubini), επιθεωρητής του Conservatoire de Musique κατά τη δημιουργία
του το 1795. Το 1815, μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, το Ωδείο
έκλεισε για κάποιο χρονικό διάστημα από τον Louis XVIII και ο Gossec
αποσύρθηκε και συνέχισε να συνθέτει μέχρι το 1817. Πέθανε το 1829 στο
παρισινό προάστιο Passy και η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε παρουσία
παλαιών συναδέλφων του και του Cherubini στο νεκροταφείο Père Lachaise
στο Παρίσι. Μερικές από τις τεχνικές του υπήρξαν καινοτόμες στην αρχή
της ρομαντικής εποχής: στο έργο του ΄΄Te Deum΄΄ χρησιμοποίησε 1200
χορωδούς και 300 πνευστά και αρκετά ορατόριά του απαιτούν τον διαχωρισμό
των χορωδιών σε επιμέρους τμήματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που
βρίσκονταν αθέατα πίσω από τη σκηνή. Έγραψε αρκετά έργα προς τιμήν της
Γαλλικής Επανάστασης, συμπεριλαμβανομένων των ΄΄Le Triomphe de la
République΄΄ και ΄΄L' Offrande à la Liberté΄΄. Ο Gossec ήταν ελάχιστα
γνωστός έξω από τη Γαλλία και πολλές συνθέσεις του, θρησκευτικές και
κοσμικές, επισκιάστηκαν από τα έργα διασημότερων συνθετών της εποχής.
Υπήρξε όμως πηγή έμπνευσης για πολλούς και δυναμικά ενθάρρυνε την
αναβίωση της ορχηστρικής μουσικής.
http://www.youtube.com/watch?v=No_f7Jp-XII
http://www.youtube.com/watch?v=UxYASASEOzk
http://www.youtube.com/watch?v=yQE8ByLFX9Y
ΘΑΝΑΤΟΙ
1651: Johannes Hieronymus Kapsberger
1751: Tomaso Giovanni Albinoni
1826: Juan Crisóstomo Jacobo Antonio de Arriaga y Balzola
1856: Thomas Attwood Walmisley
1869: Alexander Sergeyevich Dargomïzhsky
1890: Salomon Sulzer
1891: Johannes Verhulst
1969: Grazyna Bacewicz
César Antonovich Cui
1835: Γεννιέται ο Ρώσος -γαλλικής και λιθουανικής καταγωγής- συνθέτης και κριτικός μουσικής César Antonovich Cui.
Είναι γνωστός ως μέλος των Πέντε, μιας ομάδας Ρώσων συνθετών υπό την ηγεσία του Mily Balakirev. Ο νεαρός César μεγάλωσε σε μια Ρωμαιοκαθολική οικογένεια. Πριν ολοκληρώσει το γυμνάσιο το 1850, ο Cui στάλθηκε στην Αγία Πετρούπολη προκειμένου να προετοιμαστεί για να φοιτήσει στην Ακαδημία Αξιωματικών Μηχανικών, στην οποία μπήκε το επόμενο έτος σε ηλικία 16 ετών. Το 1855 αποφοίτησε από την Ακαδημία και, μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Nikolaevsky Engineering Academy (σήμερα Στρατιωτικό Μηχανικό - Τεχνικό Πανεπιστήμιο), άρχισε τη στρατιωτική σταδιοδρομία του το 1857 ως εκπαιδευτής στα οχυρωματικά έργα. Παρά τα επιτεύγματά του ως επαγγελματίας στρατιωτικός, ο Cui είναι πιο γνωστός στη Δύση για την δραστηριότητά του στη μουσική. Από πολυ μικρός έλαβε μαθήματα πιάνου, μελέτησε έργα του Chopin και άρχισε να συνθέτει μικρά κομμάτια για πιάνο στα δεκατέσσερα χρόνια του. Λίγους μήνες πριν πάει στην Αγία Πετρούπολη, κατάφερε να κάνει κάποια μαθήματα μουσικής θεωρίας με τον Πολωνό συνθέτη Stanisław Moniuszko ο οποίος έμενε στο Βίλνιους εκείνη την εποχή. Η μουσική κατεύθυνση του Cui άλλαξε το 1856, όταν συνάντησε τον Mily Balakirev και άρχισε να ασχολείται με τη μουσική πιο σοβαρά. Το ντεμπούτο του ως συνθέτη έγινε το 1859 με την εκτέλεση του ορχηστρικού του Scherzo Op . 1 υπό τη διεύθυνση του Anton Rubinstein και την αιγίδα του Ρωσικού Μουσικού Συλλόγου. Ο Cui συμμετείχε επίσης στην επιτροπή επιλογής όπερας στο Θέατρο Mariinsky. Κατά τη διάρκεια του 1896-1904 διετέλεσε διευθυντής του Ρωσικού Μουσικού Συλλόγου στο παράρτημα της Αγίας Πετρούπολης. Σε μια τόσο μακρά και ενεργή μουσική ζωή, ο συνθέτης απέσπασε πολλά βραβεία και διακρίσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, αρκετές ξένες μουσικές ακαδημίες τίμησαν τον Cui με την ιδιότητα του μέλους. Λίγο μετά τη διοργάνωση του LE FLIBUSTIER στο Παρίσι, o Cui εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και του απονεμήθηκε ο Σταυρός της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1896 η Βελγική Βασιλική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών τον εξέλεξε μέλος της, ενώ το 1909 και το 1910 έγιναν διάφορες εκδηλώσεις προς τιμήν της 50ής επετείου του Cui ως συνθέτη. Το 1858 παντρεύτηκε την Malvina Rafailovna Bamberg την οποία είχε συναντήσει στο σπίτι του Alexander Dargomyzhsky απo τον οποίο έπαιρνε μαθήματα τραγουδιού. Το 1916 ο συνθέτης τυφλώθηκε αλλά συνέχισε να συνθέτει μικρά κομμάτια καθ’ υπαγόρευση. Πέθανε στις 26 Μαρτίου του 1918 από εγκεφαλική αποπληξία και τάφηκε δίπλα στη γυναίκα του στην Αγία Πετρούπολη. Το 1939 η σορός του μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι Alexander Nevsky στην Αγία Πετρούπολη, δίπλα στα υπόλοιπα μέλη της Ομάδας των Πέντε. Ως κριτικός της μουσικής, ο Cui έγραψε σχεδόν 800 άρθρα μεταξύ 1864 και 1918 σε διάφορες εφημερίδες και άλλες εκδόσεις στη Ρωσία και την Ευρώπη. Στο εύρος των ενδιαφερόντων του περιλαμβάνονται συναυλίες, ρεσιτάλ, νέες μουσικές εκδόσεις καθώς και συνθέτες και σολίστ. Ένας σημαντικός αριθμός από τα άρθρα του (περίπου 300), αφορά στην όπερα. Επιπλέον, ως μέρος του επαγγέλματός του, ο Cui δημοσίευσε πολλά βιβλία και άρθρα σχετικά με τις στρατιωτικές οχυρώσεις. Ο Cui ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα μουσικά είδη της εποχής του, με εξαίρεση την Συμφωνία και το συμφωνικό ποίημα (σε αντίθεση με τους συμπατριώτες του Balakirev, Borodin, Mussorgsky και Rimsky - Korsakov). Τα τραγούδια του αποτελούν τον μεγαλύτερο αριθμό έργων του και περιλαμβάνουν μερικά φωνητικά ντουέτα και πολλά τραγούδια για τα παιδιά. Επιπλέον, ο Cui έγραψε πολλά έργα για πιάνο και για μουσική δωματίου, συμπεριλαμβανομένων τριών κουαρτέτων εγχόρδων, πολλά χορωδιακά και διάφορα ορχηστρικά έργα καθώς επίσης και αρκετές όπερες.
http://www.youtube.com/watch?v=43ETzJUOXLo
Alexis Emmanuel Chabrier
1841: Γέννηση του Γάλλου Ρομαντικού συνθέτη και πιανίστα Alexis Emmanuel Chabrier. Αν και είναι γνωστός κυρίως
για δύο ορχηστρικά έργα του, το ΄΄España΄΄ και ΄΄Joyeuse marche΄΄, άφησε ένα σημαντικό αριθμό από όπερες (συμπεριλαμβανομένης της ολοένα και πιο δημοφιλούς ΄΄L'Etoile΄΄), καθώς και τραγούδια και έργα για πιάνο. Αυτά τα έργα, αν και λίγα σε αριθμό, είναι πολύ υψηλής ποιότητας και υπήρξαν αντικείμενο θαυμασμού από συνθέτες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όπως οι Debussy, Ravel, Richard Strauss, Erik Satie, Schmitt, Stravinsky και την ομάδα των συνθετών που είναι γνωστή ως Οι Έξι. Ο Chabrier συσχετίστηκε επίσης με μερικούς από τους κορυφαίους συγγραφείς και ζωγράφους της εποχής του. Είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με τους ζωγράφους Κλοντ Μονέ και Εντουάρ Μανέ και συνέλεγε ιμπρεσιονιστικά έργα ζωγραφικής προτού ο ιμπρεσιονισμός γίνει της μόδας. Μια σειρά από τέτοια έργα ζωγραφικής από την προσωπική του συλλογή φιλοξενείται σήμερα σε κάποια από τα κορυφαία μουσεία τέχνης στον κόσμο. Ο Chabrier ξεκίνησε μαθήματα μουσικής σε ηλικία έξι ετών και η παλαιότερη από τις συνθέσεις του είναι ένα μικρό έργο για πιάνο που χρονολογείται από το 1849. Η οικογένειά του μετακόμισε στο Clermont Ferrand το 1852 όπου προετοιμάστηκε για μια νομική καριέρα, σπουδάζοντας στο Lycée Imperial και στο Lycée Saint-Louis, παρακολουθώντας παράλληλα πρακτικά και θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Alexander Tarnowski, Πολωνό συνθέτη και βιολιστή. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860, συνέθεσε μια σειρά ήσσονος σημασίας έργα για πιάνο . Από τότε ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τον Wagner αντιγράφοντας την παρτιτούρα του ΄΄Tannhäuser΄΄. Από το 1862 εισήλθε στον κύκλο των Parnassians στο Παρίσι, ορισμένοι από τους οποίους συνεργάστηκαν αργότερα μαζί του. Το ενδιαφέρον του για την ποίηση τον οδήγησε σε μια μακρά φιλία με τον Paul Verlaine ο οποίος έγραψε λιμπρέτα για δύο πρώιμες οπερέτες που τελικά δεν ολοκληρώθηκαν. Σε ένα ταξίδι του στο Μόναχο με τον Henri Duparc το 1879, ανακάλυψε το αριστούργημα του Wagner ΄΄Tristan und Isolde΄΄. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε να συνειδητοποιήσει το αληθινό πάθος του για τη σύνθεση και να εγκατάλειψει το Υπουργείο Εσωτερικών -στο οποίο εργαζόταν- το 1880. Εκείνη τη χρονιά συνέθεσε έναν κύκλο έργων για πιάνο (pittoresques), των οποίων η ΄΄Idylle΄΄ επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Francis Poulenc. Το 1882 ο Chabrier επισκέφθηκε την Ισπανία, η οποία τον ΄΄οδήγησε΄΄ στο πιο διάσημο ίσως έργο του, ΄΄España΄΄ ( 1883 ), ένα μείγμα δημοφιλών μελωδιών που είχε ακούσει και της δικής του φαντασίας. Στις 13 Ιουλίου του 1888, ο Chabrier χρίστηκε Chevalier de la Légion d' honneur. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Chabrier υπέφερε απο οικονομικά προβλήματα, από την κλονισμένη του υγεία που προερχόταν από το τερματικό στάδιο της σύφιλης και την αναπόφευκτη κατάθλιψη. Ο θάνατος της αγαπημένης νταντάς των παιδικών του χρόνων Anne Delayre (την οποία αποκαλούσε ΄΄Nanine΄΄) τον Γενάρη του 1891, τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Υπέκυψε σε γενική παράλυση κατά το τελευταίο έτος της ζωής του και πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 53 ετών. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε ζητήσει να ταφεί κοντά στον τάφο του Manet, τελικά κηδεύτηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Ο Chabrier χαρακτηρίζεται από τα εκθαμβωτικά αρμονικά χρώματά του και την άψογη ορχηστρική του σύνθεση. Τα έργα του για πιάνο δείχνουν μεγάλη πρωτοτυπία και ομορφιά. Το ωδείο της μουσικής, του χορού και του θεάτρου στο Clermont Ferrand έχει πάρει το όνομά του. http://www.youtube.com/watch?v=-Tq_PW6IpDo
1651: Johannes Hieronymus Kapsberger
1751: Tomaso Giovanni Albinoni
1826: Juan Crisóstomo Jacobo Antonio de Arriaga y Balzola
1856: Thomas Attwood Walmisley
1869: Alexander Sergeyevich Dargomïzhsky
1890: Salomon Sulzer
1891: Johannes Verhulst
1969: Grazyna Bacewicz
18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
1835: Γεννιέται ο Ρώσος -γαλλικής και λιθουανικής καταγωγής- συνθέτης και κριτικός μουσικής César Antonovich Cui.
Είναι γνωστός ως μέλος των Πέντε, μιας ομάδας Ρώσων συνθετών υπό την ηγεσία του Mily Balakirev. Ο νεαρός César μεγάλωσε σε μια Ρωμαιοκαθολική οικογένεια. Πριν ολοκληρώσει το γυμνάσιο το 1850, ο Cui στάλθηκε στην Αγία Πετρούπολη προκειμένου να προετοιμαστεί για να φοιτήσει στην Ακαδημία Αξιωματικών Μηχανικών, στην οποία μπήκε το επόμενο έτος σε ηλικία 16 ετών. Το 1855 αποφοίτησε από την Ακαδημία και, μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Nikolaevsky Engineering Academy (σήμερα Στρατιωτικό Μηχανικό - Τεχνικό Πανεπιστήμιο), άρχισε τη στρατιωτική σταδιοδρομία του το 1857 ως εκπαιδευτής στα οχυρωματικά έργα. Παρά τα επιτεύγματά του ως επαγγελματίας στρατιωτικός, ο Cui είναι πιο γνωστός στη Δύση για την δραστηριότητά του στη μουσική. Από πολυ μικρός έλαβε μαθήματα πιάνου, μελέτησε έργα του Chopin και άρχισε να συνθέτει μικρά κομμάτια για πιάνο στα δεκατέσσερα χρόνια του. Λίγους μήνες πριν πάει στην Αγία Πετρούπολη, κατάφερε να κάνει κάποια μαθήματα μουσικής θεωρίας με τον Πολωνό συνθέτη Stanisław Moniuszko ο οποίος έμενε στο Βίλνιους εκείνη την εποχή. Η μουσική κατεύθυνση του Cui άλλαξε το 1856, όταν συνάντησε τον Mily Balakirev και άρχισε να ασχολείται με τη μουσική πιο σοβαρά. Το ντεμπούτο του ως συνθέτη έγινε το 1859 με την εκτέλεση του ορχηστρικού του Scherzo Op . 1 υπό τη διεύθυνση του Anton Rubinstein και την αιγίδα του Ρωσικού Μουσικού Συλλόγου. Ο Cui συμμετείχε επίσης στην επιτροπή επιλογής όπερας στο Θέατρο Mariinsky. Κατά τη διάρκεια του 1896-1904 διετέλεσε διευθυντής του Ρωσικού Μουσικού Συλλόγου στο παράρτημα της Αγίας Πετρούπολης. Σε μια τόσο μακρά και ενεργή μουσική ζωή, ο συνθέτης απέσπασε πολλά βραβεία και διακρίσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, αρκετές ξένες μουσικές ακαδημίες τίμησαν τον Cui με την ιδιότητα του μέλους. Λίγο μετά τη διοργάνωση του LE FLIBUSTIER στο Παρίσι, o Cui εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και του απονεμήθηκε ο Σταυρός της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1896 η Βελγική Βασιλική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών τον εξέλεξε μέλος της, ενώ το 1909 και το 1910 έγιναν διάφορες εκδηλώσεις προς τιμήν της 50ής επετείου του Cui ως συνθέτη. Το 1858 παντρεύτηκε την Malvina Rafailovna Bamberg την οποία είχε συναντήσει στο σπίτι του Alexander Dargomyzhsky απo τον οποίο έπαιρνε μαθήματα τραγουδιού. Το 1916 ο συνθέτης τυφλώθηκε αλλά συνέχισε να συνθέτει μικρά κομμάτια καθ’ υπαγόρευση. Πέθανε στις 26 Μαρτίου του 1918 από εγκεφαλική αποπληξία και τάφηκε δίπλα στη γυναίκα του στην Αγία Πετρούπολη. Το 1939 η σορός του μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι Alexander Nevsky στην Αγία Πετρούπολη, δίπλα στα υπόλοιπα μέλη της Ομάδας των Πέντε. Ως κριτικός της μουσικής, ο Cui έγραψε σχεδόν 800 άρθρα μεταξύ 1864 και 1918 σε διάφορες εφημερίδες και άλλες εκδόσεις στη Ρωσία και την Ευρώπη. Στο εύρος των ενδιαφερόντων του περιλαμβάνονται συναυλίες, ρεσιτάλ, νέες μουσικές εκδόσεις καθώς και συνθέτες και σολίστ. Ένας σημαντικός αριθμός από τα άρθρα του (περίπου 300), αφορά στην όπερα. Επιπλέον, ως μέρος του επαγγέλματός του, ο Cui δημοσίευσε πολλά βιβλία και άρθρα σχετικά με τις στρατιωτικές οχυρώσεις. Ο Cui ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα μουσικά είδη της εποχής του, με εξαίρεση την Συμφωνία και το συμφωνικό ποίημα (σε αντίθεση με τους συμπατριώτες του Balakirev, Borodin, Mussorgsky και Rimsky - Korsakov). Τα τραγούδια του αποτελούν τον μεγαλύτερο αριθμό έργων του και περιλαμβάνουν μερικά φωνητικά ντουέτα και πολλά τραγούδια για τα παιδιά. Επιπλέον, ο Cui έγραψε πολλά έργα για πιάνο και για μουσική δωματίου, συμπεριλαμβανομένων τριών κουαρτέτων εγχόρδων, πολλά χορωδιακά και διάφορα ορχηστρικά έργα καθώς επίσης και αρκετές όπερες.
http://www.youtube.com/watch?v=43ETzJUOXLo
Alexis Emmanuel Chabrier
1841: Γέννηση του Γάλλου Ρομαντικού συνθέτη και πιανίστα Alexis Emmanuel Chabrier. Αν και είναι γνωστός κυρίως
για δύο ορχηστρικά έργα του, το ΄΄España΄΄ και ΄΄Joyeuse marche΄΄, άφησε ένα σημαντικό αριθμό από όπερες (συμπεριλαμβανομένης της ολοένα και πιο δημοφιλούς ΄΄L'Etoile΄΄), καθώς και τραγούδια και έργα για πιάνο. Αυτά τα έργα, αν και λίγα σε αριθμό, είναι πολύ υψηλής ποιότητας και υπήρξαν αντικείμενο θαυμασμού από συνθέτες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όπως οι Debussy, Ravel, Richard Strauss, Erik Satie, Schmitt, Stravinsky και την ομάδα των συνθετών που είναι γνωστή ως Οι Έξι. Ο Chabrier συσχετίστηκε επίσης με μερικούς από τους κορυφαίους συγγραφείς και ζωγράφους της εποχής του. Είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με τους ζωγράφους Κλοντ Μονέ και Εντουάρ Μανέ και συνέλεγε ιμπρεσιονιστικά έργα ζωγραφικής προτού ο ιμπρεσιονισμός γίνει της μόδας. Μια σειρά από τέτοια έργα ζωγραφικής από την προσωπική του συλλογή φιλοξενείται σήμερα σε κάποια από τα κορυφαία μουσεία τέχνης στον κόσμο. Ο Chabrier ξεκίνησε μαθήματα μουσικής σε ηλικία έξι ετών και η παλαιότερη από τις συνθέσεις του είναι ένα μικρό έργο για πιάνο που χρονολογείται από το 1849. Η οικογένειά του μετακόμισε στο Clermont Ferrand το 1852 όπου προετοιμάστηκε για μια νομική καριέρα, σπουδάζοντας στο Lycée Imperial και στο Lycée Saint-Louis, παρακολουθώντας παράλληλα πρακτικά και θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Alexander Tarnowski, Πολωνό συνθέτη και βιολιστή. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860, συνέθεσε μια σειρά ήσσονος σημασίας έργα για πιάνο . Από τότε ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τον Wagner αντιγράφοντας την παρτιτούρα του ΄΄Tannhäuser΄΄. Από το 1862 εισήλθε στον κύκλο των Parnassians στο Παρίσι, ορισμένοι από τους οποίους συνεργάστηκαν αργότερα μαζί του. Το ενδιαφέρον του για την ποίηση τον οδήγησε σε μια μακρά φιλία με τον Paul Verlaine ο οποίος έγραψε λιμπρέτα για δύο πρώιμες οπερέτες που τελικά δεν ολοκληρώθηκαν. Σε ένα ταξίδι του στο Μόναχο με τον Henri Duparc το 1879, ανακάλυψε το αριστούργημα του Wagner ΄΄Tristan und Isolde΄΄. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε να συνειδητοποιήσει το αληθινό πάθος του για τη σύνθεση και να εγκατάλειψει το Υπουργείο Εσωτερικών -στο οποίο εργαζόταν- το 1880. Εκείνη τη χρονιά συνέθεσε έναν κύκλο έργων για πιάνο (pittoresques), των οποίων η ΄΄Idylle΄΄ επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Francis Poulenc. Το 1882 ο Chabrier επισκέφθηκε την Ισπανία, η οποία τον ΄΄οδήγησε΄΄ στο πιο διάσημο ίσως έργο του, ΄΄España΄΄ ( 1883 ), ένα μείγμα δημοφιλών μελωδιών που είχε ακούσει και της δικής του φαντασίας. Στις 13 Ιουλίου του 1888, ο Chabrier χρίστηκε Chevalier de la Légion d' honneur. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Chabrier υπέφερε απο οικονομικά προβλήματα, από την κλονισμένη του υγεία που προερχόταν από το τερματικό στάδιο της σύφιλης και την αναπόφευκτη κατάθλιψη. Ο θάνατος της αγαπημένης νταντάς των παιδικών του χρόνων Anne Delayre (την οποία αποκαλούσε ΄΄Nanine΄΄) τον Γενάρη του 1891, τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Υπέκυψε σε γενική παράλυση κατά το τελευταίο έτος της ζωής του και πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 53 ετών. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε ζητήσει να ταφεί κοντά στον τάφο του Manet, τελικά κηδεύτηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Ο Chabrier χαρακτηρίζεται από τα εκθαμβωτικά αρμονικά χρώματά του και την άψογη ορχηστρική του σύνθεση. Τα έργα του για πιάνο δείχνουν μεγάλη πρωτοτυπία και ομορφιά. Το ωδείο της μουσικής, του χορού και του θεάτρου στο Clermont Ferrand έχει πάρει το όνομά του. http://www.youtube.com/watch?v=-Tq_PW6IpDo
http://www.youtube.com/watch?v=-v3_WOCsbLw
http://www.youtube.com/watch?v=gVIapc6qMhg
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
1930: Πρεμιέρα στην Αγία Πετρούπολη της όπερας ΄΄The Nose΄΄ του Dmitri Dmitrievich Shostakovich.
ΘΑΝΑΤΟΙ
1747: Antonio de Literes y Carrión
1870: Anton Berlijn
1983: Cedric Thorpe Davie
1996: Jos Kunst
1930: Πρεμιέρα στην Αγία Πετρούπολη της όπερας ΄΄The Nose΄΄ του Dmitri Dmitrievich Shostakovich.
ΘΑΝΑΤΟΙ
1747: Antonio de Literes y Carrión
1870: Anton Berlijn
1983: Cedric Thorpe Davie
1996: Jos Kunst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου