Μαρία Κάλλας (συνέχεια) Χάρη σε αυτή δεν δημιουργήθηκε το "φαινόμενο Κάλλας" με τη μοναδική ποικιλία στο ρεπερτόριο; Αλλά η γρήγορη παρακμή των δυνατοτήτων της Κάλλας οφείλεται και σε έναν ακόμη παράγοντα, ως συνέχεια αυτού που ήδη αναφέρθηκε. Δεν ήταν μόνο το ξόδεμα της φωνής, αλλά και μια γενικότερη σπατάλη εκφραστικών μέσων. Ενστικτώδης όπως ήταν η Κάλλας, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει έναν ρόλο παρά μόνο αν τον αισθανόταν, αν το ζούσε και, φυσικά, εννοούσε να τον αισθάνεται το ίδιο έντονα πάντοτε, τόσο σε πρόβα όσο και σε παράσταση. Κανένα μέτρο, καμιά προφύλαξη. Έδινε τα πάντα σε κάθε στιγμή, και, φυσικά, οι σκηνοθέτες και οι διευθυντές ορχήστρας εκμεταλλεύθηκαν αυτή την απερισκεψία. Και η Κάλλας θυσίασε όλη της τη φωνητική δυνατότητα σε μια μεγαλόπρεπη, αλλά καθαρά ουτοπιστική προσπάθεια για την τελειότητα, που της καλλιέργησαν ως κάτι το εφικτό. Όπως ήταν λογικό, οι ωραιότερές της εμφανίσεις γίνονται ακριβώς τη στιγμή που αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα, από το 1954 ώς το 1958, σαν ένας αγώνας υποταγής της ίδιας της φύσης». Το 1957 εμφανίστηκε στο "Ηρώδειο" (Φεστιβάλ Αθηνών) σ’ ένα «νόστιμον ήμαρ» αποθέωσης. Όμως διάφορα φωνητικά προβλήματα την ταλαιπωρουν όλο και περισσότερο και τον Ιανουάριο του 1958 εγκαταλείπει στην Ρώμη τη "Νόρμα" μετά την 1η Πράξη (παρά την παρουσία στην Αίθουσα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), ενώ ήδη από την αρχή της παράστασης η σπασμωδική της «Casta diva» προκάλεσε αποδοκιμασίες. Ο Τύπος έγινε μαζί της εχθρικός και πολλοί βρήκαν την ευκαιρία που χρόνια ζητούσαν για να επιτεθούν στην Ελληνίδα θεά «αυτή την καλλιτέχνιδα δεύτερης κατηγορίας, που έγινε Ιταλίδα χάρη στον γάμο της, Μιλανέζα χάρη στον αδικαιολόγητο θαυμασμό μιας μερίδας του κοινού της Σκάλας, και διεθνής χάρη στην επικίνδυνη φιλία της μέ την Έλσα Μάξγουελ», σχολίασε με ανεπίτρεπτη κακοήθεια η εφημερίδα «Il Giorno» (βλέπεις πονάει πολύ το να δίνεις επί 10 συνεχή χρόνια πρωτόφαντα μαθήματα όπερας σ’ αυτούς που γέννησαν την όπερα...). Στο μεταξύ ο σάλος δεν έλεγε να κοπάσει. Μετά την παράσταση του «Πειρατή» του Μπελλίνι και η "Σκάλα" διέκοψε το συμβόλαιο μαζί της (Μάιος 1958), ενώ η ψηλή «τεσιτούρα» εγκατέλειπε σταθερά την Κάλλας και μαζί μ’ αυτήν, η Βιολέτα, η Λουτσία και τα υπόλοιπα «κόντρα μι μπεμόλ» της παρέας... Το 1958 συνεργάστηκε με τους Αλέξη Μινωτή και Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της "Μήδειας" στην καινούργια Όπερα του Ντάλας (ΗΠΑ). Αυτή η παράσταση μεταφέρθηκε το 1959 στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου και σ’ αυτή την θριαμβευτική «πρεμιέρα» η Κάλλας γνώρισε τον Ωνάση. Ας ξαναδώσουμε όμως το λόγο στον Βασίλη Χ. Νικολαΐδη «Η σχέση τους απασχόλησε ιδιαίτερα τον Τύπο και πολλοί αναρωτήθηκαν για τη "συγγένεια" που οι δύο αυτές προσωπικότητες μπορούσαν να έχουν. Ας μην ξεχνάμε πως η Κάλλας, αν και επιτυχημένη, θεοποιημένη ίσως καλλιτέχνις, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την τρέχουσα γυναικεία ιδεολόγια, κατά την οποία δεν θα έβρισκε την ολοκλήρωση της φύσης της παρά μόνο δίπλα στον δυναμικό κι επιτυχημένο άντρα που θα κάλυπτε την ανασφάλεια και το ανικανοποίητο του χαρακτήρα της. Ο "θρύλος" Ωνάση ανταποκρινόταν στο επίπεδο στο οποίο η Μαρία είχε τοποθετήσει το αντρικό της μοντέλο. Πολλοί είπαν πως η σχέση της αυτή με τον εφοπλιστή της κατέστρεψε τη φωνή. Είναι όμως ψέμα. Η Κάλλας το 1959 είχε ήδη φωνή προβληματική. Ίσως, βέβαια, η ζωή που έζησε κοντά στον Ωνάση να της επέσπευσε το τέλος, αλλά για την Κάλλας δεν είχε προς το παρόν σημασία. Οι εμφανίσεις της στη σκηνή από το 1960 ώς το 1964, είναι σπάνιες». Πράγματι, το 1960 τραγούδησε στη "Σκάλα" τον "Πολίευκτο" («Poliuto») του Ντονιτσέττι και τη "Νόρμα" στην Επίδαυρο. Το 1961 τραγούδησε στην Επίδαυρο τη "Μήδεια" (βλ. Υποτροφίες «Μαρία Κάλλας»), μεταφέροντας την ίδια παραγωγή και στη "Σκάλα" (περίοδος 1961-1962). Παρ’ όλα αυτά, η σταδιοδρομία της στα ιταλικά θέατρα είχε τελειώσει οριστικά. Το 1962 τραγούδησε «Όμπερον» στο Λονδίνο και οι «Times» έγραψαν «Τώρα πια η φωνή της μπορεί να χαρακτηριστεί άσχημη και εκτός τόνου», όμως το κοινό συνέχισε να την αποθεώνει. Ακολούθησαν ορισμένες ηχογραφήσεις και το 1964, με σκηνοθέτη τον Τζεφιρέλλι, τραγούδησε "Τόσκα" στο Λονδίνο και "Νόρμα" στο Παρίσι, κάνοντας φανερό ότι ως καλλιτέχνις είχε φτάσει σε ύψιστα επίπεδα ερμηνευτικής ωριμότητας, αλλά και ότι η φωνή της δεν μπορούσε πια ν’ αντέξει τις επιβαρύνσεις του «επικού» παρελθόντος της κι αυτό την ανάγκασε το 1965, παρά την εξαιρετική «Τόσκα» που τραγούδησε στη «Μετροπόλιταν», να αποσυρθεί οριστικά από τις λυρικές παραστάσεις, αγνοώντας τις προτροπές διάσημων κριτικών (όπως για παράδειγμα του διακεκριμένου Λονδρέζου Νέβιλ Κάρντους) να στραφεί ριζικά προς τη μοντέρνα όπερα και να μετατρέψει τα όποια φωνητικά της ελαττώματα σε έξοχα εκφραστικά μέσα, ευεργετώντας το δυσπρόσιτο και αντιδημοφιλές αυτό μουσικό είδος! (το «κύκνειο άσμα» της ήταν η «Νόρμα» που δόθηκε στο Παρίσι, στις 29.5.1965, όταν στην 3η Πράξη κατέρευσε και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της...). Ακολούθησε μεγάλη περίοδος «διακοπών» με τον Ωνάση καθώς και προσπάθειες ακύρωσης του γάμου της με τον Μενεγκίνι (ο οποίος επουδενί έδινε το πολυπόθητο διαζύγιο). Επεξεργάστηκε επίσης διάφορα σχέδια θεατρικής, αλλά και κινηματογραφικής της «επανάκαμψης», που όλα τους για διάφορους λόγους ματαιώθηκαν. Μετά τον γάμο του Ωνάση με τη Τζάκυ Κένεντυ, η Κάλλας προσπάθησε να ενεργοποιηθεί και το 1969 και προς γενική έκπληξη δέχτηκε να παίξει τη "Μήδεια" στην ομώνυμη ταινία του Παζολίνι, που θεωρήθηκε αποτυχία (μια και ο σκηνοθέτης αφαίρεσε στο «μοντάζ» όλα τα υπέροχα «γκρο-πλαν» της «Ντίβας»). Στη συνέχεια έκανε πάλι διάφορα σχέδια «επανεμφάνισής» της (που όλα τους ναυάγησαν), ενώ ηχογράφησε στο Παρίσι μερικές άριες Βέρντι (που έγιναν δίσκος μετά τον θάνατό της). Το 1971 δίδαξε ερμηνεία όπερας στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Ν. Υόρκης. Αλλά κι εδώ το εγχείρημα, παρότι διάλεξε η ίδια τους μαθητές της, δεν στέφθηκε από επιτυχία (απογοητεύοντας δασκάλα και μαθητές). Τον επόμενο χρόνο συνάντησε τον διαπρεπή τενόρο και παλιό της «παρτεναίρ» Γκιουζέπε Ντι Στέφανο (που κι αυτός αντιμετώπιζε φωνητικά προβλήματα) και απεφάσισε να συνεργαστεί μαζί του. Άρχισαν να ηχογραφούν δίσκο με ντουέτα (που όμως έμεινε ημιτελής) και το 1973 ανέλαβαν τη σκηνοθεσία των "Σικελικών Εσπερινών" του Βέρντι, για τα εγκαίνια του Θέατρου "Ρέτζιο" του Τορίνο. Το αποτέλεσμα ήταν κι εδώ απογοητευτικό. Οι 2 μεγάλοι καλλιτέχνες δεν κατάφεραν να βρουν τον τρόπο, ώστε να μεταλαμπαδεύσουν σε άλλους τα δικά τους βιώματα. Τότε πήραν τη μεγάλη απόφαση να ξαναεμφανιστούν στη σκηνή, όχι βέβαια σε παραστάσεις (κάτι που η αντοχή τους δεν επέτρεπε), αλλά σε ρεσιτάλ. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1973, στο Congress Center του Αμβούργου, η Κάλλας και ο Ντι Στέφανο συνοδευόμενοι από τον διάσημο παλαίμαχο πιανίστα Άιβορ Νιούτον επανεμφανίστηκαν (θριαμβευτικά, για το κοινό` «σαν μονοχρωματικό αντίγραφο ελαιογραφίας», για τους κριτικούς). Ακολούθησε ευρωπαϊκή περιοδεία (με μοναδικό στόχο να καταστρέψει τον «θρύλο» των 2 ασύγκριτων πρωταγωνιστών): Βερολίνο, Ντύσσελντορφ, Μόναχο, Φρανκφούρτη, Μανχάιμ, Άμστερνταμ, Μιλάνο, Στουτγάρδη. Τα ρεσιτάλ συνεχίστηκαν και το 1974, με τελευταίες εμφανίσεις στην Ιαπωνία. Έκτοτε η Κάλλας κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι (και στον εαυτό της), ενώ ο θάνατος άρχισε να επισκέπτεται διαδοχικά τους αγαπημένους της. Το 1975 ήρθε στον Ωνάση και τον Παζολίνι, το 1976 στον Βισκόντι (που στην τελευταία ταινία του, τον "Αθώο", αναπόλησε την "Τραβιάτα" του 1955 με Βιολέτα την Κάλλας). Μόνη και βαθειά απογοητευμένη, έμοιαζε να περιμένει τη σειρά της μελετώντας τραγούδι στο Θέατρο Σανζ Ελυζέ... Πέθανε από καρδιακή προσβολή το πρωϊνό της 16ης Σεπτεμβρίου 1977. Κατά τη θέλησή της αποτεφρώθηκε και η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο. Τάχα σ’ αυτή την τελευταία περίοδο της ζωής της να πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό της ο «Τελευταίος Πειρασμός» του Καζαντζάκη (του οποίου κάποτε τραγούδησε τον «Πρωτομάστορα»;..). Ποιός να ξέρει;... Εκείνο που ξέρουμε είναι πως μια Ελληνίδα υπήρξε η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του 20ού αι. και περνώντας, άφησε σιμά μας --όπως λέει κι ο ποιητής-- «ένα λαγήνι αθάνατο νερό κι εκείνο το κοχύλι της όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο». (Για τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, εκτός από τα δημοσιεύματα και τα βιβλία των ξένων συγγραφέων, κυκλοφορούν στα ελληνικά τα ακόλουθα ιδιαζόντως κατατοπιστικά βιβλία--τα περισσότερα Ελλήνων μουσικογράφων : Αριάννας Στασινοπούλου «Μαρία Κάλλας, η γυναίκα πίσω από το μύθο»-Εκδόσεις «Bell» 1982, Βασίλη Χ. Νικολαϊδη «ΜαρίαΚάλλας, οι μεταμορφώσεις μιας τέχνης»-Εκδόσεις «Κέδρος» 1982, Πολύβιου Μαρσάν «Μαρία Κάλλας, η ελληνική σταδιοδρομία της»-Εκδόσεις «Γνώση» 1983, Eleni Kanthou «Maria Callas-Die Interpretin»-«Florian Netzel» Verlag, «Heinrichshofen Buecher»-Wilhelmshaven 1994, Νίκου Μπακουνάκη «Κάλλας-Μήδεια»-Εκδόσεις «ΜΜΑ» και «Καστανιώτης» 1995. Νταβίντ Λελαι «Μαρία Κάλλας»-Εκδόσεις «Πατάκη», Νίκου Πετσάλη-Διομήδη «Η Άγνωστη Κάλλας»-Εκδόσεις «Καστανιώτη» 1998, Επίσης, ο πλήρης Κατάλογος των δίσκων της υπάρχει στον «Οδηγό Ελληνικής Δισκογραφίας 1950-1997» του Πέτρου Δραγουμάνου).
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ
Μπορείτε να δείτε αναλυτικά στοιχεία στο αντιστοιχο έγγραφο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου