*Κάλλας Μαρία
(Μαρία,Σοφία,Άννα, Καικιλία Καλογεροπούλου) (Ν. Υόρκη 1923 - Παρίσι 1977). Η σύγχρονη «θεά» (Diva) του Παγκόσμιου Λυρικού Θεάτρου, η Ελληνίδα «ολική» υψίφωνος (primadonna assoluta), η «Χρυσή φωνή» του 20ού αι. με το χαρακτηριστικό «τίμπρο» που μετέδιδε «ηλεκτρισμό υψηλής τάσης» στα απανταχού ακροατήρια, η μοναδική δραματική «κολορατούρα» που χάρη στα μοναδικά φωνητικά, μουσικά και υποκριτικά της προσόντα ανανέωσε (έως ανέστησε...) την όπερα και το ρεπερτόριό της (ιδιαιτέρως το ιταλικό «μπελ-κάντο», με προσφορά--σύμφωνα με τα λόγια του Φράνκο Τζεφιρέλλι--«εφάμιλλη του Βέρντι»!!), θα μείνει στην Ιστορία της Μουσικής ως κορυφή απλησίαστη. Για να δειχτεί το μέτρο της αξίας της, αρκεί και μόνο να υπομνηστεί ότι (μετά από τον «μυθικό» της περίπατο στον παγκόσμιο λυρικό Χώρο) κάθε καινούργια καλλίφωνη τραγουδίστρια οπουδήποτε στην Οικουμένη υιοθετεί για τον εαυτό της τον τίτλο «η νέα Κάλλας»` κι αυτό τα λέει όλα!... Ήταν κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου (από τον Μελιγαλά) και της Ευαγγελίας (Λίτσας) Δημητριάδη (από τη Στυλίδα Φθιώτιδος). Γεννήθηκε στις 2 (ή 4) Δεκεμβρίου 1923 στη Ν. Υόρκη, όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς της τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου εις «άγραν τύχης». Άρχισε από νωρίς να ασχολείται με τη μουσική, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ στην Αμερική. Σε ηλικία 11 ετών πήρε Α΄ βραβείο σε Διαγωνισμό παιδικών φωνών (που διοργανώθηκε από τον ΡΣ WOR της Ν. Υόρκης). Το 1937, έχοντας βιώσει (μαζί με την κατά 6 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της Τζάκυ) τους κλυδωνισμούς από το ανεπίσημο διαζύγιο των γονέων της, επέστρεψε με την μητέρα της στην Αθήνα και τότε γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο (ο Μ. Καλομοίρης τη δέχτηκε δωρεάν) κάνοντας τραγούδι με τη [[Τριβέλλα_Μαρία|Μαρία Τριβέλλα]], πιάνο με την Ήβη Πανά και μελοδραματική με τον Γ. Καρακαντά. Ο πρώτος ρόλος της σταδιοδρομίας της ήταν η Σαντούτσα από την «Καβαλλερία» (σε μαθητική παράσταση). Κατά σύμπτωση η «άρια της Σαντούτσα» είναι και το τελευταίο κομμάτι που τραγούδησε σε ελλ. έδαφος (και πάλι υπό συνθήκες μη κανονικής παράστασης, όταν, προερχόμενη από τον Σκορπιό, έτυχε να βρεθεί μεταξύ των ακροατών του Φεστιβάλ Λευκάδας 1964 και ανταποκρίθηκε στην επιθυμία του κοινού να την ακούσει` τότε τη συνόδευσε στο πιάνο «εκ των ενόντων» ο εξαίρετος Λευκαδίτης συνθέτης Κ. Σφέτσας). Το 1939 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, μαθητεύοντας στη διάσημη Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, κοντα στην οποία γνώρισε την υψηλή τεχνική των ρόλων που αργότερα θα την αναδείκνυαν για να τους αναδείξει...Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Θεάτρου και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως Βεατρίκη (στην οπερέτα «Βοκκάκιος» του Σουπέ). Στη συνέχεια (και ώς το 1945) πρωταγωνίστησε: στην "Τόσκα" (1942, 1943), στον "Κάμπο" του Ντ' Αλμπέρ (1944, 1945), στην "Καβαλλερία (1944), στον "Πρωτομάστορα" (1944, το μόνο ελληνικό έργο που τραγούδησε), στον "Φιντέλιο" (1944) και στην οπερέτα "Ο Ζητιάνος Φοιτητής" του Καρλ Μυλλαίκερ (1945). Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος σε ρεσιτάλ και σε συναυλίες (σε σπίτια ιδιωτών και σε δημόσιους χώρους). Τον Σεπτέμβριο του 1945 πήγε και πάλι στην Αμερική (αυτή τη φορά μόνη της) προκειμένου να φροντίσει για τη λυρική της σταδιοδρομία. Τότε η «Μετροπόλιταν Όπερα» της Ν. Υόρκης της πρότεινε να τραγουδήσει "Μπάττερφλάυ" στα αγγλικά (και άλλους 2 εξίσου «ακατάλληλους» για κείνη ρόλους). Πράγματι, ήταν ποτέ δυνατόν για την εξαιρετικά εύσωμη και παχύσαρκη Κάλλας (που, εκτός των άλλων, μελετούσε και έπλαθε με τελειομανία κάθε λυρικό ρόλο ώς την τελευταία του λεπτομέρεια) να δεχτεί να πρωτοεμφανιστεί στο πιο απαιτητικό λυρικό θέατρο του Κόσμου ενσαρκώνοντας μια μικροκαμωμένη Γιαπωνέζα παιδούλα; «-Όλες το κάνουν» της είπαν τότε (απαριθμώντας σειρά «ιερών --πλην ασουλούπωτων-- τεράτων», που εμφανίστηκαν κατά καιρούς στον ρόλο της Μπαττερφλάυ), «-Η Κάλλας δεν θα το κάνει» απάντησε, απορρίπτοντας ασυζητητί (παρότι άνεργη και άγνωστη) την φαινομενικά τόσο δελεαστική πρόταση (παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι ο δίσκος που ηχογράφησε αργότερα ως «Μαντάμα Μπαττερφλάυ» θα μείνει ανεπανάληπτος...). Έμεινε άνεργη ώς το 1947, οπότε της ζήτησαν να ερμηνεύσει την Τουραντό στο Σικάγο. Εκείνη προετοιμάστηκε, αλλά η παράσταση ματαιώθηκε. Στη συνέχεια, μετά από επιτυχημένη ακρόαση, της ανέθεσαν να τραγουδήσει τη Τζιοκόντα στη ρωμαϊκή αρένα της Βερόνας (έναν από τους σπουδαιότερους λυρικούς Χώρους της Ιταλίας). Έτσι η Κάλλας, παρότι γλύστρησε στη γενική δοκιμή και στραμπούληξε τον αστράγαλό της, κατάφερε να κάνει με επιτυχία το πρώτο σημαντικό βήμα της σταδιοδρομίας της (2.8.1947). Μαέστρος της παράστασης ήταν ο διάσημος Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος (ως πραγματικός γνώστης...) θαύμασε τη φωνή της Κάλλας και έγινε δάσκαλός της, διευρύνοντας τους τεχνικούς και ερμηνευτικούς της ορίζοντες. Όμως στη Βερόνα ζούσε και ο βιομήχανος Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, που λάτρεψε όχι μόνο την καλλιτεχνική της προσωπικότητα, αλλά και τη γυναικεία της υπόσταση. Λίγο μετά, στις 21.4.1949, η Κάλλας παντρεύτηκε τον Μενεγκίνι (που είχε τα διπλά της χρόνια) καλύπτοντας συναισθηματικά --είπαν-- την απουσία της πατρικής φιγούρας και εξασφαλίζοντας έναν ταλαντούχο «ιμπρεσσάριο» αδιαμφισβήτητης αφοσίωσης. Στο μεταξύ είχε ήδη τραγουδήσει αρκετούς ρόλους (κυρίως, του ρεπερτορίου της δραματικής υψιφώνου και της δραματικής «κολορατούρα»): Ιζόλδη («Τριστάνος και Ιζόλδη», 1947, 48, 50), "Αΐντα" (1948), Λεονόρα ("Δύναμη του Πεπρωμένου", 1948), "Νόρμα" (1948, αργότερα θα γίνει η κορυφαία της επιτυχία), «Τουραντό» (1948, 1949), Αμπιγκαέλ ("Ναμπούκο", 1949) Ελβίρα ("Πουριτανοί", 1949), Βρουνχίλδη ("Βαλκυρία", 1949), Κούντρυ ("Πάρσιφαλ", 1949, 1950). Ακολουθούν: η Λεονόρα ("Τροβατόρε", 1950), η Βιολέτα («Τραβιάτα» 1951), η Κοστάντσα («Αρπαγή από το Σεράι», 1951-52), η «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» (1952), η Λαίδη Μάκβεθ («Μάκβεθ», 1952-53) και οι σπάνια παιζόμενες όπερες: «Σικελικοί Εσπερινοί" του Βέρντι (1951), «Ορφεύς και Ευρυδίκη» του Χάυντν (1951, άπαιχτη από τον καιρό της σύνθεσής της!), "Αρμίντα" του Ροσσίνι (1952), "Μήδεια" του Κερουμπίνι (1953), κ.λπ. Οι Όπερες του Μεξικού και της Φλωρεντίας της πρόσφεραν την ηγεμονική ευκαιρία να «εξασκηθεί» στο μελλοντικό της ρεπερτόριο, ανασύροντας από τη λήθη αρκετά ξεχασμένα μελοδράματα (του 18ου κυρίως αι.), αλλά και η "Σκάλα" του Μιλάνου (το «άντρο» της μεγάλης αντιπάλου της Ρενάτας Τεμπάλντι) «εκπορθήθηκε» το 1951 (με τους «Σικελικούς Εσπερινούς») κι από τότε (ώς το 1958 που ήρθε η οριστική ρήξη) η Κάλλας είχε συχνότατες εμφανίσεις στη «Σκάλα» (όσο ελάχιστοι τραγουδιστές στην Ιστορία του κορυφαίου αυτού ευρωπαϊκού λυρικού Θεάτρου). Το 1952, ηχογράφησε την "Τραβιάτα" και το 1953 τη "Λουτσία". Το 1954 (έτος κατά το οποίο υποβλήθηκε σε διαιτητική θεραπεία, που της επέτρεψε να ενσαρκώνει έκτοτε τις λυρικές ηρωίδες όχι μόνο με τη φωνή αλλά και με το παρουσιαστικό της...) τραγούδησε στη "Σκάλα" τόσο τη «Λουτσία» (σκηνοθέτης και μαέστρος ο φον Κάραγιαν) όσο και την "Άλκηστη" (με σκηνοθέτιδα τη Μ. Βάλμαν και μαέστρο τον Κ.Μ. Τζουλίνι). Τότε γνώρισε και τον Βισκόντι, με τον οποίο συνεργάστηκε στη «Σκάλα» σε 5 παραγωγές, που όλες τους χαρακτηρίστηκαν από ερμηνευτική και σκηνοθετική τελειότητα ("Εστιάς" του Σποντίνι 1954-1955, "Υπνοβάτις" 1955, «Τραβιάτα» 1955--θεωρείται η πιο σημαντική παράσταση της σταδιοδρομίας της, «Άννα Μπολένα» 1957 και "Ιφιγένεια εν Ταύροις" 1957). Το 1955 η Κάλλας (που ήδη έχει επανειλημμένα διαπρέψει ως Ροζίνα στον «Κουρέα») τραγουδάει με μεγάλη επιτυχία τη Φιορέλα στον "Τούρκο στην Ιταλία" (επίσης του Ροσσίνι) σε σκηνοθεσία του Τζεφιρέλλι, το δε 1956 «εκπορθεί» επιτέλους και τη «Μετροπόλιταν Όπερα» με «Νόρμα», «Τόσκα» (υπό τον Δ. Μητρόπουλο) και «Λουτσία», επιβάλλοντας πλήρως τους όρους της και αναγκάζοντας τον δ/ντή της Όπερας και «άσπονδο» φίλο της Ρ. Μπινγκ όχι μόνο να της πληρώσει το μεγαλύτερο «κασέ» που είχε πληρώσει ώς εκείνη τη στιγμή το Ίδρυμα (!), αλλά και να δηλώσει ότι η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας στη «ΜΕΤ» ήταν η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του στο θέατρο! Μετά από αυτά (και τη σχετική «μυθοποίησή» τους από τους δημοσιογράφους) αντιλαμβανόμαστε τί φρενίτιδες ενθουσιασμού ξεσήκωσε η Κάλλας στη γενέτειρά της Αμερική (παρά την εκστρατεία δυσφήμησης που επιχειρήθηκε εναντίον της, με αιχμή του δόρατος τις κακές σχέσεις με τη μητέρα της), ενώ παράλληλα οι ασύγκριτοι δίσκοι της έκαναν τον γύρο του Κόσμου, δημιουργώντας απλησίαστα ρεκόρ πωλήσεων. Όμως τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά. Ας δώσουμε όμως τον λόγο στον ειδικό βιογράφο της Βασίλη Χ. Νικολαΐδη: «Παράλληλα με το αδυνάτισμα του σώματός της, από το 1954 παρατηρείται ένα αδυνάτισμα της φωνής της, το οποίο οφείλεται βέβαια στην απότομη απώλεια βάρους αλλά και σε άλλες αιτίες. Και ας ξεκινήσουμε από τη φωνητική υπερβολή. Είναι εξ ορισμού απαγορευμένο σε έναν καλλιτέχνη της όπερας να εξαντλεί την τεσιτούρα του, δηλαδή να τραγουδάει αγγίζοντας τα όρια της φωνής του, τόσο στις υψηλές όσο και στις χαμηλές περιοχές. Και η Κάλλας άγγιζε συνεχώς αυτά τα όρια, όχι μόνο τραγουδώντας ρόλους εκ διαμέτρου αντίθετους φωνητικά σε μια σαιζόν, αλλά και στη διάρκεια ενός και μόνου ρεσιτάλ. Δεν είναι δυνατόν τη "Βαλκυρία" να διαδεχθούν οι "Πουριτανοί" και τους "Πουριτανούς" η "Τζοκόντα" ή η "Τουραντό", είναι τρομερά παρακινδυνευμένο η "Λαίδη Μάκβεθ" να ακολουθεί τη "Λουτσία" και τη "Λουτσία" η "Ιζόλδη"... Και όσο κι αν αυτοί οι ακροβατισμοί γίνονταν εντονότερα στην αρχή της σταδιοδρομίας της, σε μια προσπάθεια καθιέρωσης, αυτό ήταν αρκετό για ένα καίριο πλήγμα του φωνητικού της οργάνου από πολύ νωρίς. Και μετά την απότομη αλλαγή του μεταβολισμού, η κατάσταση επιδεινώθηκε σχεδόν αμέσως, από τα τριάντα δύο χρόνια της καλλιτέχνιδας. Ήδη το 1955, η υψηλή φωνητική περιοχή της έχει προβλήματα. Όμως, χωρίς αυτή την αυτοκαταστροφική τόλμη, άραγε η Κάλλας θα γινόταν αυτό το εξαιρετικό "τέρας" της όπερας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου