1. Ο ιππότης με τη χρυσή πανοπλία. Τον περιβάλλουν η Ευσπλαχνία και η Φιλοδοξία.
Επιμέλεια: Themis Kontogouris
6/3/2014
2. Τα πάθη: Λαγνεία, Ανομία, Λαιμαργία.
3, 4, 5, 6 : Οι Εχθρικές δυνάμεις, Ερινύες, μέδουσες, σύμβολα του κακού
7. Η διέξοδος της Μουσικής
8. Η Λύτρωση - Ευτυχία, Ύμνος της χαράς
9. Μουσική Ι (προγενέστερο έργο 1895), (37Χ45cm), Μόναχο Νέα Πινακοθήκη.
Ο GUSTAV KLIMT, (1862-1918), φιλοτέχνησε τη Ζωφόρο του Μπετόβεν το
1902, με σκοπό να αποτελέσει οργανικό τμήμα της 14ης έκθεσης του
καλλιτεχνικού κινήματος της Απόσχισης, (secession). Ο Klimt εμπνεύστηκε
τη θεματολογία της ζωφόρου από την ερμηνεία - ανάλυση του Βάγκνερ για
την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν στο πρόγραμμα της συναυλίας του το 1846. Ο
Βάγκνερ χρησιμοποίησε φράσεις του Γκαίτε για να περιγράψει τα αισθήματα
που ξυπνά η μουσική. Στο 2ο μέρος αναφέρεται στην «άγρια θέληση … μέθη
της οδυνηρής απόλαυσης» και για εναλλαγή της ηδονής με την αγωνία. Ο
Κλιμτ αποδίδει τις ιδέες του Βάγκνερ με εξαιρετική αναπαραστατική
δύναμη. H σύνθεση της ζωφόρου περιλαμβάνει συμβολικές σκηνές που
αναπτύσσονται σε τρείς διαφορετικούς τοίχους. Πρόκειται για μια
ιδεαλιστική - εφιαλτική πορεία του ιππότη με τη χρυσή πανοπλία και τα
χαρακτηριστικά του Gustav Mahler ανάμεσα στις ερινύες και τα πάθη με
αισιόδοξη κατάληξη, όπως και στην 9η συμφωνία του Μπετόβεν. Η διέξοδος
υπάρχει. Δια και μέσω της μουσικής, η οποία οδηγεί τον ιππότη -μαχητή -
Άνθρωπο στην λύση - λύτρωση, στην ευτυχία! ΄Οπου δεν υπάρχει μοναχικός
ιππότης. Υπάρχει το αγκαλιασμένο ζευγάρι που περιβάλλεται από ένα χρυσό
– υπερβατικό κώδωνα – κουκούλι. Όλο το έργο έχει φιλοτεχνηθεί με
μεικτή τεχνική σε γυψομάρμαρο και βρίσκεται στη Βιέννη στο Μέγαρο της
«Απόσχισης». Η πρώτη σκηνή: Πόθος για ευτυχία, (220Χ630cm). Η δεύτερη
σκηνή: Εχθρικές δυνάμεις, (220X1392cm) και η Τρίτη: Ο πόθος για την
ευτυχία εκπληρώνεται, (220X 1392cm).(Βλ. Federica Armiraglio στον28ο
τομ. ΚΛΙΜΤ σελ. 110-115), από τη σειρά Μεγάλοι ζωγράφοι, έκδοση
Καθημερινής 2006). H ζωφόρος αναδεικνύεται στην πλέον ολοκληρωμένη
έκφραση της ιδεολογίας της Απόσχισης από το τότε κατεστημένο, την οποία
συμμερίζονταν αρκετοί στοχαστές του 19ου αιώνα από τον Νίτσε έως τον
Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο συνδυασμός των παρατιθέμενων ζωγραφικών
αποσπασμάτων, (λεπτομέρειες), από τη ζωφόρο αυτή με την ακρόαση της 9ης
Συμφωνίας του Μπετόβεν μας δίνει μια εντελώς καινούργια διάσταση του
ανυπέρβλητου αυτού έργου. Η Οπτικοακουστική εντύπωση συμπληρώνεται με
απόσπασμα της 9ης Συμφωνίας του G. Mahler.
Ο
Ιούλιος Καίσαρ στην Αίγυπτο είναι μια σοβαρή όπερα του Γκέοργκ Φρήντριχ
Χαίντελ σε λιμπρέτο του Nicola Francesco Haym, βασισμένο σε ένα ομώνυμο
λιμπρέτο του Giacomo Francesco Bussani από το έτος 1677.Πρώτη εμφάνιση:
20 Φεβρουαρίου 1724 Ημερομηνία δημιουργίας: 1724 Λιμπρετίστας: Nicola Francesco Haym Συνθέτης: Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ Γλώσσα: Ιταλική γλώσσα Άριες: Svegliatevi nel core, L'empio, sleale, indegno, Priva son d'ogni conforto (Βικιπαιδεία)
Sigh no more, ladies, sigh nor more;
Men were deceivers ever;
One foot in sea and one on shore,
To one thing constant never;
Then sigh not so,
But let them go,
And be you blithe and bonny;
Converting all your sounds of woe
Into. Hey nonny, nonny.
Sing no more ditties, sing no mo,
Or dumps so dull and heavy;
The fraud of men was ever so,
Since summer first was leavy.
Then sigh not so,
But let them go,
And be you blithe and bonny,
Converting all your sounds of woe
Into. Hey, nonny, nonny.
William Shakespeare
Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο μεγάλος μας ποιητής Κ.Καβάφης. (29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933).
Και με αφορμή τον Αλεξανδρινό ποιητή μας σας κοινοποιώ στο πρώτο σχόλιο τη μετάφρασή του στο παραπάνω ποίημα του Σαίξπηρ.
"Προς τας Kυρίας"
Κυρίαι, μη εις στεναγμούς περνάτε τον καιρόν· δόλιον είναι σμήνος το γένος των ανδρών. Επί της γης ο εις των πους, κι’ ο άλλος στο νερόν, επιμονήν δεν δείχνουν εις έργον ή σκοπόν. Μη στενάζετε, λοιπόν, μη πενθήτε διά λεπτόν, ίνα ευτυχισμέναι ήσθε, ζήσετε μακράν αυτών!
Μη πλέον, θλιβερά φωνή, των πενθηρών ωδών ψάλλετε τα παράπονα στα ώτα των κωφών· η πλάνη των διαγωγή είναι αρχαίον κακόν ωσάν το πρώτον θέρος ’που εφάνη ανθηρόν. Μη στενάζετε, λοιπόν, μη πενθήτε διά λεπτό, ίνα ευτυχισμέναι ήσθε, ζήσετε μακράν αυτών! (Από τα Αποκηρυγμένα)
Το ακούμε μελοποιημένο από τον άγγλο συνθέτη John Christopher Smith, προσωπικό γραμματέα του Φ.Χαίντελ
Les Fleurs du Mal, illustrations par Hallman
Published in 1946 by the Continental Book Co.,
Stockholm, Baudelaire Collection
Vanderbilt University Central Library's
W. T. Bandy Center
Επιμέλεια: De Profundis Ya
7/8/2014
Το πρώτο ποίημα (ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ) του Charles Baudelaire, μελοποιημένο από
τον C.Debussy
από τον κύκλο τραγουδιών "5 Poèmes De Baudelaires"
Charles Baudelaire, Le Balcon
Μάνα των αναμνήσεων, καλή μες στις καλές μου,
Ω εσύ, όλη μου η χαρά! όλη μου η έγνοια εσύ!
Θα τη θυμάσαι των βαθιών χαδιών την τρυφεράδα,
Τη γλύκα της φωτιάς, την αποβραδινή ομορφάδα,
Μάνα των αναμνήσεων, καλή μες στις καλές!
Τα βράδια από τη δυνατή τη θράκα φωτισμένα,
Τα βράδια από τους ρόδινους καπνούς τ΄αχνοντυμένα
Γλυκιά που μου ήτανε η καρδιά σου, ο κόρφος σου απαλός!
Πολλές φορές αθάνατα λόγια έχουμε ειπωμένα,
Τα βράδια από τη δυνατή ανθρακιά τα φωτισμένα.
Ω τι ωραίος που τα ζεστά τ' απόβραδα είναι ο ήλιος!
Πόσο βαθύ το διάστημα, τι δυνατή η καρδιά!
Γέρνοντας, ώ ποθοκρατόρισσά μου, προς εσένα,
Του αιμάτου σου έλεγα πως αναπνέω την ευωδιά.
Ω τι ωραίος που τα ζεστά τ' απόβραδα είναι ο ήλιος!
Η νύχτα όλο και γίνονταν σα φράχτης σκοτεινή,
Και μες στα θάμπη εμάντευε η ματιά μου τη ματιά σου,
Κι έπινα την ανάσα σου, ω φαρμάκια, ω γλυκασμοί!
Ενώ τα πόδια εκοίμιζες στα στοργικά μου χέρια,
Η νύχτα όλο και γίνονταν σα φράχτης σκοτεινή.
Ξέρω την τέχνη τις γλυκές στιγμές ν΄αναπολώ,
Και τα παλιά μου ξαναζώ γερτός στα γόνατά σου.
Τι, αλλού απ την τρυφερή καρδιά σου, απ΄τ΄απαλό
Κορμί σου, να ζητώ γιατί τα λαγγερά σου κάλλη;
Ξέρω την τέχνη τις γλυκές στιγμές ν΄αναπολώ!
Οι όρκοι, τα μύρα αυτά, αυτά τ΄ατέλειωτα φιλιά,
Από μιάν άβυσσο κανείς που δε θα τη μετρήσει,
Θ΄ανέβουν τάχα, όπως αφού λουστούν στους ωκεανούς,
Ξανανιωμένοι απ΄τους βυθούς τους οι ήλιοι ανεβαίνουν;
-Ω όρκοι! ω μύρα! ω ατέλειωτα φιλιά!
Mère des souvenirs, maîtresse des maîtresses, Ô toi, tous mes plaisirs! ô toi, tous mes devoirs! Tu te rappelleras la beauté des caresses, La douceur du foyer et le charme des soirs, Mère des souvenirs, maîtresse des maîtresses!
Les soirs illuminés par l'ardeur du charbon, Et les soirs au balcon, voilés de vapeurs roses. Que ton sein m'était doux! que ton coeur m'était bon! Nous avons dit souvent d'impérissables choses Les soirs illuminés par l'ardeur du charbon.
Que les soleils sont beaux dans les chaudes soirées! Que l'espace est profond! que le coeur est puissant! En me penchant vers toi, reine des adorées, Je croyais respirer le parfum de ton sang. Que les soleils sont beaux dans les chaudes soirées!
La nuit s'épaississait ainsi qu'une cloison, Et mes yeux dans le noir devinaient tes prunelles, Et je buvais ton souffle, ô douceur! ô poison! Et tes pieds s'endormaient dans mes mains fraternelles. La nuit s'épaississait ainsi qu'une cloison.
Je sais l'art d'évoquer les minutes heureuses, Et revis mon passé blotti dans tes genoux. Car à quoi bon chercher tes beautés langoureuses Ailleurs qu'en ton cher corps et qu'en ton coeur si doux? Je sais l'art d'évoquer les minutes heureuses!
Ces serments, ces parfums, ces baisers infinis, Renaîtront-ils d'un gouffre interdit à nos sondes, Comme montent au ciel les soleils rajeunis Après s'être lavés au fond des mers profondes? — Ô serments! ô parfums! ô baisers infinis!
Μερη απο την Σκηνική Καντάτα 'ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ'', του Γιώργου Κουρουπού σε ποίηση Ο. Ελύτη
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
Το Μονογραμμα σε απαγγελια Θεοδωρακη - Ηλιοπούλου.
Το τραγούδι του Άριελ.
Εδώ στους άμμους φθάσετε,
κ' εδώ χεροπιασθήτε·
δώστε φιλιά και ΛΆΒΕΤΕ
(το κύμα αποκοιμείται)
κ' εδώ 'πιδέξιο στήσετε
στην αμμουδιά, χορό.
Και αντιφωνήστε, Πνεύματα,
γλυκά σ' ό,τι λαλώ,
να, να, τους αγροικώ.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Γαυγύζουν τα μαντρόσκυλα.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Τον πέτειν' αγροικάω.
με κορδωμένο φέρσιμο.
λαλεί κουκουρουκού.
ΦΕΡΔΙΝ. Τούτ' η μουσική πού να 'ναι; στον αέρα τάχα, ή στη γη; πλια δεν
αχάει· — και βέβαια κάποιον θεόν του νησιού συνοδεύει. Σε βράχο απάνω
καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το
καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα
κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της
ήχο.Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. — Αλλ' εχάθη·
όχι·αρχίζει πάλι.
Ο Άριελ τραγουδάει.
Εις πολύ βάθος κοίτεται
το σώμα του πατρός σου^
κοράλια είναι τα κόκκαλα,
τα μάτια μαργαρίτες.
Κάθε φθαρτό της φύσης του^
μέσα στο κύμα πέρνει
ξένη μορφή πολύτιμη,
και η κόρες της θαλάσσης
απ' ώρα σ' ώρα σήμαντρο
βαρούν για τη θανή του.
Άκου τες· τώρα τες γροικώ,
ντιν, ντον, νεκρά σημαίνουν.
Αντιφ. Ντιν, ντον.
The shipwreck in Act I, Scene 1, in a 1797 engraving by Benjamin Smith
after a painting by George Romney
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ, ΣΚΗΝΗ Α'. Καράβι' ς την θάλασσα· θαλασσοζάλη με βροντές και μ' αστραπές (Μπαίνουν ο ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ και έπειτα ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ} . ΚΑΡΑΒ. Πλωρήτη, — ΠΛΩΡ. Εδώ, αφέντη — πώς ακούς την καρδιά σου; ΚΑΡΑΒ. Καλά· φώναζε τους ναύταις· βάλε όλα σου τα δυνατά, ειδεμή θα τσακισθούμε. (Βγαίνει). (Μπαίνουν Ναύταις). ΠΛΩΡ. Ελάτε, φίλοι μου· σαν παλληκάρια, παιδιά μου· με καρδιά, με καρδιά· μαζώξτε το τρίτο πανί· το νου σας στη σφυρίχτρα του καραβοκύρη.— Φύσα, ξεθύμανε όλο σου τον αγέρα, αν σε χωράη ο τόπος! (Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ και άλλοι). ΑΛΟΝΖ. Καλέ Πλωρήτη, φρόντιζε· πού είναι ο καραβοκύρης; κάμετε ωσάν άνδρες. ΠΛΩΡ. Γεια, στη ζωή σας, κοπιάστε κάτω. ΑΝΤΩΝ. Πλωρήτη, πού είναι ο καραβοκύρης; ΠΛΩΡ. Δεν τον ακούτε; Εσείς χαλάτε τους κόπους μας. Μείνετε στες κάμαρές σας· εσείς βοηθάτε την τρικυμία. ΓΟΝΖ. Έλα, φίλε μου, ολίγ' υπομονή. ΠΛΩΡ. Αν την είχε το πέλαο. Όξ' από ‘δώ! Έγνοια πώχουν για τον βασιλέα αυτά πού μουγκρίζουν! Κάτω· σιγάτε· μη μας σκοτίζετε. ΓΟΝΖ. Καλό· μόν' θυμήσου ποίους έχεις εδώ μέσα. ΠΛΩΡ. Δεν έχω κανένα που ν' αγαπάω καλύτερ' από τον εαυτό μου· του λόγου σου είσαι σύμβουλος· πρόσταξε, αν ημπορής, τούτα τα στοιχεία να βουβαθούνε, και κάμε την ειρήνη ανάμεσό τους, κ' εμείς πλια δεν τραβάμε σχοινί· ας κάμ' η εξουσία σου· αν δεν ημπορείς, κάτεχέ μας χάρη ότι έζησες τόσο, και πήγαινε στην κάμαρή σου, ετοιμάσου για τη συμφορά, αν θε να φθάση, (Προς τους ναύταις). Έξυπνα, παιδιά μου, — Όξω από τη μέση, σας είπα. (Βγαίνει). ΓΌΝΖ. Εγώ πέρνω μεγάλη παρηγοριά απ' αυτό το υποκείμενο· φαίνεταί μου,αυτός δεν είναι για πνίμμα· μοιάζει όλος για την κρεμάστρα. Κράτει σφικτά, μοίρα καλή, το φούρκισμά του! Τη θηλειά, που του φυλάς, κάμε την για μας παλαμάρι, γιατί, ολίγ' ωφελούν τα δικά μας! Ανίσως αυτός δεν εγεννήθηκε για την κρεμάλα η θέση μας είναι ελεεινή. (Βγαίνουν). Μπαίνει ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ) ΠΛΩΡ. Κάτω το μεγάλο κατάρτι· σφικτά. Κάτω· παρακάτω μαζώξτε όλα τα πανιά, αφήστε μοναχά το μεγάλο. (Ακούεται κραυγή από μέσα). Πανούκλα στα φωνατά τους! τόσο δεν βροντάει ο καιρός, ούτε αυτό μας το έργο. (Μπαίνουν ο Σεβαστιανός, ο Γονζάλος και ο Αντώνιος). Πάλι πίσω; τι κάνετ' εδώ; θα τ' αφήσουμε γι' απελπισμένο; και θα πνιγούμε; σας αρέσει να βουλήσουμε; ΣΕΒΑΣΤ. Φάουσα στο λάρυγγά σου. άπονο σκυλί, φωνάρα και βλάσφημε! ΠΛΩΡ. Δουλεύτε σεις, κάνε. ΑΝΤΩΝ. Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου. ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη. ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά. (Μπαίνουν ναύταις βρεμμένοι). ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα! (Βγαίνουν). ΠΛΩΡ. Τι; θα κρυώσουν τα χείλη μας; ΓΟΝΖ. Ο βασιλέας και ο υιός του δέονται! ας κάμουμε το αυτό κ' εμείς,διότι το ίδιο μας μέλλεται. ΣΕΒΑΣΤ. Σκάζω από τη χολή μου. ΑΝΤΩΝ. Πες που μεθυστάδες ερρίξανε τη ζωή μας! κύτταξ' εκείνον τον ληστή, τον πλατυλάρυγγα! α! να σε ξεπλύνουν δέκα φορές τα ρεύματα πριν αποπνιγής! ΓΟΝΖ. Θα κρεμασθή, σας είπα· αγκαλά κάθε ρανίδα άρμης, ορκίζεται το ενάντιο, και χάσκει πλατειά να τον καταπιή. (Ανακατωμένες φωνές από μέσα: Θε! Ελέησέ μας! βουλάμε, βουλάμε! — έχετε γεια, γυναίκα μου,και παιδιά μου! έχε γεια, αδελφέ! βουλάμε, βουλάμε, βουλάμε!) ΑΝΤΩΝ. Ας πάμε σιμά στον βασιλέα να βουλήσωμ' όλοι μαζή του. (Βγαίνει). ΣΕΒΑΣΤ. Πάμε να τον αποχαιρετήσουμε. (Βγαίνει). ΓΟΝΖ. Τώρα εγώ έδινα χίλια μίλια θάλασσα για μία ζευγιά άκαρπο χώμα· ας ήτουν μακρουλό ρίκι, βράχλο μαυρουδερό, ό,τι θέλεις· του θεού το θέλημ'ας γένη! αλλ' αγαπούσα καλύτερα να πεθάνω στεγνός. (Βγαίνει).
Thomas Stothard (1755 - 1834), Prospero, Miranda and Ariel, from
"The Tempest," Act I, scene ii, Yale Center for British Art
ΣΚΗΝΗ Β'. (Μπαίνουν ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και η ΜΙΡΑΝΤΑ). ΜΙΡ. Αφού με την τέχνη σου, πατέρα μου υπεράκριβε, έφερες τάγρια νερά σε τόση ταραχή, εσύ ταπείνωσέ τα· ο ουρανός δείχνει πώς θα χύση ανυπόφορη πίσσα, μόν' η θάλασσ' ανεβαίνει ως την όψη του στερεώματος και πνίγει τη φλόγα. Ω! τους είδα, και επόνεσα με τους πονεμένους! ένα ωραίο καράβι, που είχε βέβαια μέσα του κάποια αξιόλογα πλάσματα,κατασυντριμμένο! Αχ! ίσια κατά την καρδιά μου ήρθε κ' έκρουσ' εκείν' η βοή! Οι άμοιροι! εχαθήκαν! Αν ήμουν εγώ τότε ένας μεγαλοδύναμος θεός,θα εβύθιζα μέσα στη γη τα πέλαγα, πριν καταπιούν έτσι το καλό πλεούμενο, μ' όσες απάνω του εβαστούσε ψυχές! ΠΡΟΣΠ. Ησύχασε· μην τρέμης άλλο· λέγε της ελεητικής καρδιάς σου ότι κανένα κακό δεν έγινε. ΜΙΡ. Ω! ημέρα του πόνου! ΠΡΟΣΠ. Κακό κανένα. Τάκαμ' όλα για την φροντίδα πώχω για σε, (για σε,μονάκριβή μου θυγατέρα!) που αγνοείς, ποία είσαι, διότι δεν γνωρίζεις πόθεν κατάγομ' εγώ· ούτε πως είμαι πολύ καλύτερος απ' ό,τι φαίνομαι,και για τον Πρόσπερο μεγαλύτερα δεν ηξέρεις, ειμή πως είναι νοικοκύρης ενός φτωχού σπηλαίου και πατέρας σου. ΜΙΡ. Ο νους μου δεν εγύρεψε ποτέ να μάθη άλλα. ΠΡΟΣΠ. Είναι καιρός να σου μάθω περισσότερα. Δος μου ένα χέρι να βγάλω το μαγικό φόρεμά μου. Έτσι. (Βάνει κάτω τη χλαμύδα του). — Τέχνη μου,στέκ' αυτού. — Στέγνωσε τα μάτια σου· παρηγορήσου. Το φοβερό θέαμα του καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν είναι, — όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις να μάθης περισσότερα. ΜΙΡ. Πολλές φορές αρχίνησες να μου ειπής ποία είμαι, πλην έμεινες, και μ' άφησες σε μάταιην έρευνα, τελειώνοντας με το: στάσου, όχι ακόμη. ΠΡΟΣΠ. Ιδού, η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν'ανοίξης ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη κλείσει τους τρεις χρόνους τότε. ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι. ............. (Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ). ΑΡΙΕΛ. Χαίρε, χαίρε, μεγάλε αφέντη! φρόνιμε κύριε, χαίρε! Έρχομαι να σου κάμω ό,τι καλύτερο αγαπάς· να πετώ, να πλέω, στες φλόγες μέσα να βουτώ, απάνω στα σγουρά σύγνεφα καβαλλικευτά ν' αρμενίζω· εις την δυνατή σου προσταγή έτοιμος είναι ο Άριελ μ' όλα του τα ιδιώματα. ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, έκαμες την τρικυμία καταλεπτώς καθώς εγώ σου επρόσταξα; ΑΡΙΕΛ. Δεν άφησα το παραμικρό. Εχύθηκα στο βασιλικό καράβι· πότε στην πλώρη πότε στη μέση· στο κατάστρωμα, σε κάθε γωνιά, εφλόγιζα τρομάρα·κάποτ' εσχιζόμουνα, κ' έκαια σε διάφορα μέρη· στο ένα στ' άλλο κατάρτι,στα ξάρτια, έλαμπα ξεχωριστά, και πάλ' έσμιγα κ' εγενόμουνα ένας· του Διός η αστραπές, της τρομερής βροντής η προμηνύτρες, δεν είναι πλια ξαφνιστές και για το μάτι ακατάφθαστες· ο βρόντος, η φωτιά, που έσκαζε από τη θειάφη, εφαίνετο πως πολιορκούσαν τον μεγάλον Ποσειδώνα, κ'έκαναν τα τολμηρά κύματά του να τρέμουν, μάλιστα εσάλευαν τη φοβερή του τρίαινα. ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος,ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα;
Angelica Kauffmann, 1782, Scene with Miranda and Ferdinand,
oil on canvas, Austrian Gallery Belvedere
Ο Φερδινάνδος φλερτάρει τη Μιράντα: ΦΕΡΔΙΝ. Αξιοθαύμαστη Μιράντα! αλήθεια η κορυφή του θαύματος! που αξίζεις ό,τι ακριβό έχει ο κόσμος! Πολλές κυρίες εμάτιασα με κύτταγμα τρυφερό, και πολλές φορές τα γλυκομίλητα χείλη τους υπόταξαν τα πάρα πρόθυμα αυτιά μου· διάφορες γυναίκες μ' άρεσαν για διάφορες αρετές,αλλά την ψυχή μου δεν συνεπήρε καμμία τόσο βαθυά, ώστε να μη της ιδώ κάποιο λάθος να πολεμάη από τες χάρες της την υψηλότερη, και να την κατεβάζη· αλλά συ, ω συ, τόσο τέλεια, ασύγκριτη τόσο, επλάσθης με κάθε άλλου πλάσματος το άνθος.
ΜΙΡ. Εγώ δεν γνωρίζω καμμία του γένους μου· δεν θυμούμαι καμμιάς γυναικός πρόσωπο, ειμή, από τον καθρέφτη, το δικό μου· μήτε είδα άλλους, άξιους να τους ονομάσω άνδρες, παρά σε, καλέ μου φίλε, και τον ακριβό μου πατέρα· πώς είναι κει όξω τα πράγματα, είμαι άμαθη· αλλά στη σεμνότη μου απάνου (το μαργαριτάρι της προίκας μου), δεν επιθυμούσα άλλον σύντροφο στον κόσμο παρά σε, μήτε δύναται η φαντασία να πλάση άλλη μορφή, παρά σε, να μ' αρέση· — αλλά εγώ παραμιλώ, και σ' αυτά λησμονώ τες νουθεσίες του πατρός μου.
ΦΕΡΔΙΝ. Εγώ 'μαι βασιλέως υιός, Μιράντα· στοχάζομαι και βασιλέας, (έτσι να μην ήμουν!), και βέβαια δεν θα έστεργα τούτη τη δουλική αγγαρεία όσο δεν θα υπόφερνα να μου μολύνη η μύγα τα χείλη. Άκουσε την ψυχή μου, που μιλεί· τη στιγμή που σε πρωτόειδα η καρδιά μου ευθύς ώρμησε να σε δουλέψη· αυτού υπάρχει δύναμις άξια να με σκλαβώση, και γι' αγάπη σου ιδού με, ευχαριστημένος φορτώνομαι ξύλα.
ΜΙΡ. Μ' αγαπάς; ΦΕΡΔΙΝ. Ω Ουρανοί και Γη, γενήτε μάρτυρες εις τούτη τη φωνή μου, και σ'εκείνο, που ομολογώ, στεφανώστε μ' αγαθό τέλος, αν ομιλώ με αλήθεια·και ανίσως με δόλο, τότε όσα καλά και αν μου μέλλουνε γυρίστε τα όλα σε τόσες συμφορές! Εγώ παραπάνου απ' ό,τι και αν είναι στον κόσμο σ'αγαπώ, σε σέβομαι, και σε δοξάζω. ΜΙΡ. Τρελλή πούμαι, να κλαίω για κείνο που χαίρομαι. ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του), Ωραία συναπαντηθήκαν δυο πολύτιμες ψυχές! Ουρανοί,βρέξτε χάρι απάνου σ' ό,τι βλασταίνει ανάμεσό τους! ΦΕΡΔΙΝ. Τι κλαις; ΜΙΡ. Γιατί δεν είμ' άξια, και δεν τολμώ να προσφέρω εκείνο που ποθώ να δώσω, και τρέμω να δεχθώ εκείνο, π' αν το στερηθώ, πεθαίνω· αλλ' αυτά είναι μάταια· και εκείνο όσο περισσότερο πάσχει να κρυφθή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και φαίνεται. Μακρυά από μένα, εντροπαλή τέχνη!και σπρώξε με, άδολη εσύ και άγια απλότης! Εγώ 'μαι γυναίκα σου, ει δε μή, θέλει πεθάνω δούλα σου· για σύντροφο μπορείς να μ' αρνηθής· αλλά δούλα θα σου είμαι, θέλης και μη θέλης. ΦΕΡΔΙΝ. Κυρία μου υπεράκριβη, κ' εγώ πάντα, καθώς είμαι τώρα, ταπεινός. ΜΙΡ. Λοιπόν, άνδρας μου; ΦΕΡΔΙΝ. Ναι, και με καρδιά τόσο πρόθυμη, όσο της σκλαβιάς για την ελευθερία· — ιδού το χέρι μου. ΜΙΡ. Ιδού και το δικό μου, και σ' αυτό μέσα η καρδιά μου· και τώρα,χαίρε για μισή ώρα.
Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 5ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1913 Το
λεκτικόν της μεταφράσεως έμεινεν όπως εις την πρώτην έκδοσιν, με
σπανίας παραλλαγάς, σύμφωνα με τας γλωσσικάς αντιλήψεις του Πολυλά —όπως
φανερώνονται εις την πολύ μεταγενεστέραν μετάφρασιν του Άμλετ. Ο εκδότης ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Ν. Α. ΧΙΩΤΗ — ΑΘΗΝΑΙ, ΟΔΟΣ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ
ΠΡ Ο Σ Ω Π Α ΑΛΟΝΖΟΣ, βασιλέας της Νεάπολις ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, αδελφός του. ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ,
ο νόμιμος δούκας του Μιλάνου.ΑΝΤΩΝΙΟΣ, αδελφός του, ο άνομος δούκας του
Μιλάνου.ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, υιός του βασιλέα της Νεάπολις. ΓΟΝΖΑΛΟΣ, τίμιος γέροντας, σύμβουλος του βασιλέα της Νεάπολις. ΑΔΡΙΑΝΟΣ,
) ) Ευγενείς ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ,)ΚΑΛΙΜΠΑΝ, άγριος και κακόμορφος
δούλος.ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, ξεφαντωτής.ΣΤΕΦΑΝΟΣ, μέθυσος κελλάρης.Καραβοκύρης,
πλωτάρης και ναύταις.ΜΙΡΑΝΤΑ, θυγατέρα του Προσπέρου.ΑΡΙΕΛ, αέριο
Πνεύμα.Η ΔΗΜΗΤΡΑ. )Η ΗΡΑ. )Πνεύματα ΝΥΜΦΑΙΣ. )ΘΕΡΙΣΤΑΔΕΣ.) Άλλα Πνεύματα, που υπηρετούν τον ΠΡΟΣΠΕΡΟ.
Η τρικυμία (The Tempest) είναι έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και κατά πολλούς θεωρείται το τελευταίο του.
ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΠΟΥ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΑΝ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΑΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗ "ΤΡΙΚΥΜΙΑ" ΤΟΥ ΣΑΙΚΣΠΗΡ
Sir Arthur Sullivan: Σύνθεση του 1861 κατά την αποφοίτησή του. Σκηνική μουσική πάνω στο έργο του Shakespear. Η πρεμιέρα του δόθηκε ένα χρόνο αργότερα στο Crystal Palace του Λονδίνου και έκανε αμέσως αίσθηση.
Sibelius - The Tempest: Σκηνική μουσική, που γράφτηκε το 1926 για μια πλουσιοπάροχη παραγωγή στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης. Το 1927 πρόσθεσε έναν επίλογο για τη παράσταση του Ελσίνκι. Με τα διάφορα όργανα χαρακτηρίζει τους ήρωες του έργου, π.χ με άρπες και κρουστά αντιπροσωπεύει
τον Πρόσπερο.
Το 2013 το American Ballet Theatre με χορογραφίες του Alexei Ratmansky,
έδωσε παράσταση στη Νέα Υόρκη βασισμένη στη "Τρικυμία" και στη μουσική του Sibelius.
Tchaikovsky: Συμφωνικό ποίημα, Opus 18, σύνθεση του 1873. Η πρεμιέρα του δόθηκε
τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς με τον Νikolai Rubinstain στο πόντιουμ. (Υπάρχει ακόμη ένα Σ.Π. του Tchakikovsky με την ίδια ονομασία που δεν
έχει όμως σχέση με το συγκεκριμένο και είναι: The Storm, Op. posth. 76 και γράφτηκε το 1864) Tchaikovsky The Tempest Symphonic Fantasy after Shakespeare op.18. Gustavo Dudamel, Simon Bolivar Symphony Orchestra of Venezuela
Frank Martin: Five Ariel Songs (1950), για σοπράνο, άλτο, τενόρο και μπάσο
Vaughan Williams: Three Shakespeare Songs
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
The
Tempest - 2010 - Full Movie - 720p HD directed by Julie Taymor and
premiered at the Venice Film Festival in September 2010, based on the
play of the same name by William Shakespeare, featuring Helen Mirren in
the principal role of Prospera