Επιμέλεια: De Profundis Ya
8/2/2016
Λουκιανός (150 μ.Χ), Goethe, Paul Dukas, Disney και … Μαθητευόμενος Μάγος.
"The Sorcerer's Apprentice", είναι Συμφωνικό Ποίημα του PAUL DUKAS, σύνθεση του 1896-97 και είναι βασισμένο στο ομότιτλο ποίημα του Goethe, “Der Zauberlehrling”.
Το έργο του DUKAS ήταν ήδη αγαπητό, έγινε όμως πασίγνωστο στο ευρύ κοινό από τη «Φαντασία» του Disney (1940), όπου ο Mickey Mouse κάνει τον μαθητευόμενο μάγο. Την Philadelphia Orchestra διευθύνει ο Leopold Stokowski.
* Ο Μαθητευόμενος Μάγος του GOETHE, για να τελειώσει γρήγορα τη δουλειά του με το κουβάλημα του νερού, μαγεύει τη σκούπα για να κάνει τη δουλειά αντ΄αυτού. Το αποτέλεσμα είναι η πλημμύρα, επειδή δεν θυμάται τα μαγικά λόγια για να σπάσει το ξόρκι. Το ξόρκι το σπάει ο μάγος όταν επιστρέφει.
Ο Γκαιτε εμπνεύστηκε το ποίημά του από την τελευταία ιστορία από το έργο του Λουκιανού "Φιλοψευδής ή Απιστών", που σατιρίζει τα ψέματα, τις δεισιδαιμονίες και τους εύπιστους.
* Στον ΛΟΥΚΙΑΝΟ, ο μαθητευόμενος μάγος είναι ο Ευκράτης και ο μάγος είναι ο Παγκράτης.
Ο Ευκράτης διηγείται στο σπίτι του το περιστατικό σε φίλους, με συνομιλητή τον Τυχιάδη.
Φανταστικό πορτραίτο του Λουκιανού του 17ου αιώνα,
του William Faithorne.Η ιστορία του Λουκιανού:
Ευκράτης:
"Αλλ' εγώ θα σας διηγηθώ και κάτι άλλο, το οποίον
συνέβη εις εμέ, δεν το ήκουσα από άλλον ίσως δε και συ, Τυχιάδη, άμα
το ακούσης θ' αναγκασθής ν' αναγνωρίσης την αλήθειαν της ιστορίας.
Όταν κατά την νεότητά μου ευρισκόμην εις την Αίγυπτον όπου με είχε στείλει ο πατέρας μου διά να σπουδάσω, [.....]
Κατ' αρχάς δεν εγνώριζα ποίος ήτον (αναφέρεται στον Παγκράτη τον μάγο) αλλ' όταν το πλοίον μας άραξε και τον έβλεπα να κάνη πολλά άλλα θαυμάσια και να ιππεύη τους κροκοδείλους και να κολυμβά ομού με αυτούς, οι δε κροκόδειλοι να τον φοβούνται και να σείουν προς αυτόν την ουράν, ενόησα ότι ήτο κάποιος άγιος άνθρωπος. Του έκαμα πολλά φιλοφρονήματα, ολίγον δε κατ' ολίγον
εγίναμεν φίλοι και οικείοι, ούτως ώστε μου έλεγεν όλα του τα μυστικά.
Επί τέλους δε μ' έπεισε ν' αφήσω όλους μου τους υπηρέτας εις την
Μέμφιδα, να τον ακολουθήσω δε μόνος, διότι, ως μου έλεγε, δεν θα
εστερούμεθα ανθρώπων διά να μας υπηρετούν.
Και του λοιπού εζήσαμεν ως εξής• άμα εφθάναμεν εις κανέν πανδοχείον, έπαιρνε τον μοχλόν της θύρας, την σκούπαν ή το γουδοκόπανον, το ένδυνε με φορέματα και με μίαν επωδήν το έκανε να περιπατή και να φαίνεται ως άνθρωπος. Αυτό επήγαινε κ' έφερνε νερόν, εψώνιζε κ' εσιγύριζε και μας έκανε παντός είδους υπηρεσίας εις την εντέλειαν όταν δε δεν είχαμεν πλέον ανάγκην υπηρεσίας, με άλλην επωδήν έκανε πάλιν την σκούπαν σκούπαν και το
γουδοχέρι γουδοχέρι.
Το πράγμα μου εκίνει μεγάλην περιέργειαν, αλλά δεν κατώρθονα να τον πείσω να μου μάθη πώς έκανεν αυτάς τας μεταμορφώσεις. Μολονότι εις τα άλλα δεν μου έκρυπτε τίποτε, δι' αυτό ήτο πολύ ζηλότυπος. Αλλά μίαν ημέραν κρυφθείς εις σκοτεινόν μέρος ήκουσα την επωδήν, ήτο δε τρισύλλαβος. Και αυτός μεν ανεχώρησεν εις την αγοράν παραγγείλας εις το γουδόχερον τι έπρεπε να κάμη. Εγώ δε την επιούσαν, ενώ εκείνος ευρίσκετο εις την αγοράν διά ν' αγοράση κάτι τι, επήρα το γουδοκόπανον και το ένδυσα και αφού είπα τας τρεις συλλαβάς, το διέταξα να φέρη νερόν.
Αφού δ' εγέμισε μίαν στάμναν και την έφερε, του είπα•
Παύσε να κουβαλής νερόν και γίνου πάλιν γουδόχερον αυτό όμως δεν μου υπήκουσε, αλλ' εξηκολούθει να κουβαλή νερόν, έως ου έκαμε το σπίτι λίμνην. Εγώ ευρεθείς εις αμηχανίαν —
διότι εφοβούμην μήπως ο Παγκράτης επιστρέψη και θυμώσει, όπως και έγινε — επήρα αξίνην και έκοψα τον κόπανον εις δύο• αλλ' αντί ενός έγιναν τότε δύο οι νεροφόροι. Εν τω μεταξύ τούτω έφθασε και ο Παγκράτης και εννοήσας τι είχε γίνει, τους μεν υδροφόρους έκαμε πάλιν ξύλα, όπως ήσαν προ της επωδής, αυτός δε έπειτα ανεχώρησε κρυφίως, δεν γνωρίζω που.
Και τώρα, είπεν ο Δεινόμαχος, γνωρίζεις τουλάχιστον
να κάνης άνθρωπον το γουδόχερον;
Κατά το ήμισυ, απήντησεν ο Ευκράτης•
διότι δεν 'μπορώ να το επαναφέρω εις την αρχικήν του κατάστασιν, αφού άπαξ γίνη υδροφόρος και θα πλημμυρίση το σπίτι από νερά.
http://archive.org/.../pgcommunitytexts27938gut/27938-0.txt
Μετάφραση Ιωάννη Κονδυλάκη
Εικονογράφηση, περίπου το 1882 του F. Barth για το ποίημα του Goethe Der Zauberlehrling
Για τους γερμανομαθείς το ποίημα του
Johann Wolfgang von Goethe: “Der Zauberlehrling”
Johann Wolfgang von Goethe: “Der Zauberlehrling”
Hat der alte Hexenmeister
sich doch einmal wegbegeben!
Und nun sollen seine Geister
auch nach meinem Willen leben!
Seine Wort' und Werke
merkt' ich, und den Brauch,
und mit Geistesstärke
tu ich Wunder auch.
Walle, walle,
manche Strecke,
dass zum Zwecke
Wasser fliesse,
und mit reichem, vollem Schwalle
zu dem Bade sich ergiesse!
Und nun komm, du alter Besen!
Nimm die schlechten Lumpenhüllen
Bist schon lange Knecht gewesen:
nun erfülle meinen Willen!
Auf zwei Beinen stehe,
oben sei der Kopf,
eile nun, und gehe
mit dem Wassertopf!
Walle, walle,
manche Strecke,
dass zum Zwecke
Wasser fliesse,
und mit reichem, vollem Schwalle
zu dem Bade sich ergiesse.
Seht, er läuft zum Ufer nieder!
Wahrlich! ist schon an dem Flusse,
und mit Blitzesschnelle wieder
ist er hier mit raschem Gusse.
Schon zum zweiten Male!
Wie das Becken schwillt!
Wie sich jede Schale
voll mit Wasser füllt!
Stehe! Stehe!
Denn wir haben
deiner Gaben
Vollgemessen!
Ach, ich merk' es! Wehe! Wehe!
Hab' ich doch das Wort vergessen!
Ach, das Wort, worauf am Ende
er das wird, was er gewesen!
Ach, er läuft und bringt behende!
Wärst du doch der alte Besen!
Immer neue Güsse
bringt er schnell herein,
Ach, und hundert Flüsse
stürzen auf mich ein!
Nein, nicht länger
kann ich's lassen,
will ihn fassen,
das ist Tücke!
Ach, nun wird mir immer bänger!
Welche Miene! Welche Blicke!
O, du Ausgeburt der Hölle!
Soll das ganze Haus ersaufen?
Seh' ich über jede Schwelle
doch schon Wasserströme laufen.
Ein verruchter Besen!
der nicht hören will!
Stock, der du gewesen,
steh doch wieder still!
Willst's am Ende
gar nicht lassen?
Will dich fassen,
will dich halten,
und das alte Holz behende
mit dem scharfen Beile spalten.
Seht, da kommt er schleppend wieder!
Wie ich mich nur auf dich werfe,
gleich, o Kobold, liegst du nieder!
Krachend trifft die glatte Schärfe.
Wahrlich, brav getroffen!
Seht, er ist entzwei!
Und nun kann ich hoffen,
und ich atme frei!
Wehe! Wehe!
Beide Teile
steh'n in Eile
schon als Knechte
völlig fertig in die Höhe!
Helft mir, ach ihr hohen Mächte!
Und sie laufen! Nass und nässer
wird's im Saal und auf den Stufen,
Welch entsetzliches Gewässer!
Herr und Meister, hör' mich rufen!
Ach, da kommt der Meister!
Herr, die Not ist groß!
Die ich rief, die Geister,
werd' ich nun nicht los.
„In die Ecke
Besen, Besen!
Seids gewesen,
denn als Geister
ruft euch nur zu seinem Zwecke
erst hervor der alte Meister!”
sich doch einmal wegbegeben!
Und nun sollen seine Geister
auch nach meinem Willen leben!
Seine Wort' und Werke
merkt' ich, und den Brauch,
und mit Geistesstärke
tu ich Wunder auch.
Walle, walle,
manche Strecke,
dass zum Zwecke
Wasser fliesse,
und mit reichem, vollem Schwalle
zu dem Bade sich ergiesse!
Und nun komm, du alter Besen!
Nimm die schlechten Lumpenhüllen
Bist schon lange Knecht gewesen:
nun erfülle meinen Willen!
Auf zwei Beinen stehe,
oben sei der Kopf,
eile nun, und gehe
mit dem Wassertopf!
Walle, walle,
manche Strecke,
dass zum Zwecke
Wasser fliesse,
und mit reichem, vollem Schwalle
zu dem Bade sich ergiesse.
Seht, er läuft zum Ufer nieder!
Wahrlich! ist schon an dem Flusse,
und mit Blitzesschnelle wieder
ist er hier mit raschem Gusse.
Schon zum zweiten Male!
Wie das Becken schwillt!
Wie sich jede Schale
voll mit Wasser füllt!
Stehe! Stehe!
Denn wir haben
deiner Gaben
Vollgemessen!
Ach, ich merk' es! Wehe! Wehe!
Hab' ich doch das Wort vergessen!
Ach, das Wort, worauf am Ende
er das wird, was er gewesen!
Ach, er läuft und bringt behende!
Wärst du doch der alte Besen!
Immer neue Güsse
bringt er schnell herein,
Ach, und hundert Flüsse
stürzen auf mich ein!
Nein, nicht länger
kann ich's lassen,
will ihn fassen,
das ist Tücke!
Ach, nun wird mir immer bänger!
Welche Miene! Welche Blicke!
O, du Ausgeburt der Hölle!
Soll das ganze Haus ersaufen?
Seh' ich über jede Schwelle
doch schon Wasserströme laufen.
Ein verruchter Besen!
der nicht hören will!
Stock, der du gewesen,
steh doch wieder still!
Willst's am Ende
gar nicht lassen?
Will dich fassen,
will dich halten,
und das alte Holz behende
mit dem scharfen Beile spalten.
Seht, da kommt er schleppend wieder!
Wie ich mich nur auf dich werfe,
gleich, o Kobold, liegst du nieder!
Krachend trifft die glatte Schärfe.
Wahrlich, brav getroffen!
Seht, er ist entzwei!
Und nun kann ich hoffen,
und ich atme frei!
Wehe! Wehe!
Beide Teile
steh'n in Eile
schon als Knechte
völlig fertig in die Höhe!
Helft mir, ach ihr hohen Mächte!
Und sie laufen! Nass und nässer
wird's im Saal und auf den Stufen,
Welch entsetzliches Gewässer!
Herr und Meister, hör' mich rufen!
Ach, da kommt der Meister!
Herr, die Not ist groß!
Die ich rief, die Geister,
werd' ich nun nicht los.
„In die Ecke
Besen, Besen!
Seids gewesen,
denn als Geister
ruft euch nur zu seinem Zwecke
erst hervor der alte Meister!”
Μετάφραση στα αγγλικά:
1779, translation by Edwin Zeydel, 1955
http://germanstories.vcu.edu/goethe/zauber_dual.html
1779, translation by Edwin Zeydel, 1955
http://germanstories.vcu.edu/goethe/zauber_dual.html
Ο μαθητευόμενος μάγος από τον Άντζελο Μπραντουάρντι https://www.youtube.com/watch?v=5HpUREVDfuE και η μετάφραση των στίχων http://lyricstranslate.com/it/lapprendista-stregone-sorcerers-apprentice.html
ΑπάντησηΔιαγραφή